Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
Η μεγαλύτερη διεύρυνση αγορών τα τελευταία τριάντα χρόνια συντελείται στον χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η αυτονόμηση των πανεπιστημίων (δημόσιων και ιδιωτικών) από τον κρατικό έλεγχο και οι διεθνείς συνεργασίες τους έχουν δημιουργήσει σημαντικά οφέλη για τις οικονομίες των χωρών που είναι υποδοχείς ξένων φοιτητών διευκολύνοντας τα πανεπιστήμιά τους να εξάγουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες και ενθαρρύνοντας τις διεθνείς συνεργασίες τους.
Η συμβολή των εξαγωγών εκπαιδευτικών υπηρεσιών στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος και στο ισοζύγιο πληρωμών των χωρών που πρωταγωνιστούν είναι καθοριστική για τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τους. Μελέτη της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες αποδεικνύει ότι η απελευθέρωση της ανώτατης εκπαίδευσης από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και την θηριώδη γραφειοκρατία θα επέτρεπε στα ελληνικά πανεπιστήμια να προσελκύσουν σε πρώτη φάση 110.000 ξένους φοιτητές και οικονομικούς πόρους που αγγίζουν το 1,8 δισ. ευρώ τον χρόνο ή αλλιώς θα συνέβαλλαν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% περίπου. Ο κλάδος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό τους παραπάνω όρους είναι σε θέση να δημιουργήσει πολύμορφες υπηρεσίες που θα επιτρέψουν στη χώρα να διεκδικήσει ένα σημαντικό μερίδιο στις διεθνείς αγορές.
Η ανάπτυξη που χρειάζεται να υπάρξει για να βγει η ελληνική οικονομία από την κρίση δεν έρχεται όμως με διαταγές και διοικητικές ρυθμίσεις, με κεντρικό οικονομικό προγραμματισμό και παράνομους διορισμούς συμβασιούχων, ή με αύξηση των κρατικών δαπανών και εξοντωτική φορολογία. Η ανάπτυξη προϋποθέτει την απελευθέρωση των αγορών, την αυτονομία των θεσμών από το κράτος ώστε να είναι εύκολος ο εντοπισμός των κλάδων στους οποίους έχουμε ή θα μπορούσαμε να έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα επιτρέψουν στη χώρα να παραγάγει ποιοτικά και ανταγωνιστικά με διεθνείς όρους αποτελέσματα.
Με αυτά τα συμπεράσματα δεν φαίνεται να συμφωνεί στο ελάχιστο το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση που έθεσε σε διαβούλευση ο υπουργός Παιδείας. Με το νομοσχέδιο Γαβρόγλου επιχειρείται η κατάπνιξη κάθε δυνατότητας ακαδημαϊκής ανάπτυξης και διεθνοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διάταξη του νομοσχεδίου με την οποία απαγορεύεται στα ελληνικά ΑΕΙ να προσφέρουν αυτόνομα προπτυχιακά προγράμματα στην Αγγλική γλώσσα. Με τη διάταξη αυτή η Ελλάδα κινείται ολοταχώς προς πλήρη εκπαιδευτική απομόνωση.
Όπως είπαμε, στην εποχή μας σε όλο τον προηγμένο κόσμο τα πανεπιστήμια ανταγωνίζονται για να μπουν δυναμικά στο διεθνές προσκήνιο, δημιουργώντας προγράμματα (προπτυχιακά και μεταπτυχιακά) στην Αγγλική γλώσσα, τα οποία προσφέρονται είτε με τον συμβατικό τρόπο είτε με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Αναρίθμητα τα παραδείγματα: στη Μεγάλη Βρετανία τα πανεπιστήμια συμβάλλουν πλέον στο εθνικό εισόδημα περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της οικονομίας.
Και αν η Μεγάλη Βρετανία έχει ως σύμμαχο την μακρά εκπαιδευτική παράδοση και τη γλώσσα, τα πανεπιστήμια δεκάδων άλλων χωρών, όπως η Ολλανδία, η Σουηδία, η Μάλτα, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ταϊλάνδη, η Αυστραλία, η Ινδία, η Κίνα, οι Βαλτικές χώρες, η Κύπρος κ.ά. επιδιώκουν να διεθνοποιηθούν προκειμένου να προσελκύσουν την υπερβάλλουσα ζήτηση για υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης που παρατηρείται διεθνώς. Η κυβέρνηση της αριστεράς είναι προφανές ότι δεν θέλει ξένους φοιτητές στην Ελλάδα και εξωστρεφή πανεπιστήμια.
Η εκπαιδευτική μας απομόνωση αποδεικνύεται κι από ένα ακόμη χαρακτηριστικό γεγονός: την απουσία των ελληνικών πανεπιστημίων από όλες τις διεθνείς συναντήσεις πανεπιστημίων προκειμένου αυτά να συνάψουν συμφωνίες συνεργασίας με αντικείμενο την προσφορά πιστοποιημένων ποιοτικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών, σε μια παγκόσμια ζήτηση περισσότερων από 4.000.000 ξένων φοιτητών. Οι συνεργασίες αυτές αφορούν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων των πανεπιστημίων, από την κινητικότητα των φοιτητών και του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού τους έως τη δημιουργία κοινών (joint) ή και διπλών (double) πτυχίων. Μολονότι τα ελληνικά πανεπιστήμια ακαδημαϊκά είναι καταξιωμένα και θα είχαν όλες τις προϋποθέσεις μιας εξαιρετικά επιτυχημένης διεθνούς παρουσίας.
Ας γίνουμε όμως περισσότερο συγκεκριμένοι. Ούτε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν παρέστη στις τελευταίες διεθνείς εκπαιδευτικές συνόδους, όπου μετέχουν πανεπιστήμια, χώρες, οργανισμοί κ.λπ. Οι συναντήσεις που έγιναν το τελευταίο διάστημα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ενός παγκόσμιου κοινού, όλων όσων ασχολούνται με την εκπαίδευση και την οικονομία (NAFSA στις ΗΠΑ, FICC στην Ινδία, WISE στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κ.ο.κ.), αλλά και των περισσοτέρων κυβερνήσεων των δημοκρατικών χωρών που συνειδητοποιούν το ανυπολόγιστο κοινωνικό μέρισμα που δημιουργεί για κάθε χώρα η διεθνοποίηση των πανεπιστημίων της.
Οι σύνοδοι αυτές απαιτούν πολύ προσεκτική και σε βάθος χρόνου οργάνωση ώστε οι συμμετέχοντες να πραγματοποιούν συναντήσεις με πανεπιστήμια-εταίρους με τα οποία είναι δυνατή η συνεργασία στο επιλεγόμενο καταρχήν πεδίο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συνεργασία με πανεπιστήμια χωρών που στερούνται των εργαλείων κινητικότητας (ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία κ.λπ.).
Είναι ενδεικτικό του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ότι στην πιο πρόσφατη εκπαιδευτική συνάντηση της NAFSA που έγινε στο Λος Άντζελες (28 Μαΐου με 2 Ιουνίου) μετείχαν περισσότερα από 800 πανεπιστήμια (η Τουρκία μόνο συμμετείχε με 70 πανεπιστήμια, η Ιαπωνία με 60 κ.ο.κ.). Από την Ευρώπη απουσίαζαν μόνο η Ελλάδα, η Σερβία και η Αλβανία. Αλλά μόνο η Ελλάδα απουσίαζε επειδή η κυβέρνησή της έχει επιλέξει συνειδητά μαζί με την Κούβα και τη Βόρεια Κορέα τον δρόμο του εκπαιδευτικού σοσιαλιστικού απομονωτισμού. Μόνο η Ελλάδα τον 21ο αιώνα θα πρότεινε μεταξύ άλλων εξωφρενικών μέτρων ότι:
‒ Η φοιτητική συμμετοχή στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ δεν θα αποφασίζεται από όλους τους φοιτητές με καθολική εκλογή, αλλά θα γίνεται παράνομα από τη μειοψηφία των κομματικών παρατάξεων.
‒ Για να ιδρύσουν τα ελληνικά πανεπιστήμια κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια απαιτείται η έγκριση του υπουργού Παιδείας.
‒ Ο Υπουργός Παιδείας θα ελέγχει τον προϋπολογισμό των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών.
‒ Απαγορεύεται η προσφορά πάνω από το 25% των μαθημάτων με τη μορφή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο Γαβρόγλου έχει και άλλες απίθανες βορειοκορεατικής εμπνεύσεως προβλέψεις, οι οποίες καταργούν το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, απαγορεύουν στην ουσία την αυτόνομη ακαδημαϊκή τους ανάπτυξη και δολοφονούν τη λογική. Υποχρεώνονται λ.χ. τα πανεπιστήμια να δέχονται για μεταπτυχιακούς φοιτητές δωρεάν όσους έχουν εισόδημα κάτω από το 70% του διάμεσου του ατομικά διαθέσιμου εισοδήματος (σύμφωνα με στοιχεία που θα δίνει η ΕΛΣΤΑΤ).
Ο υπουργός δεν μπήκε στον κόπο να προβληματιστεί μήπως ένα τέτοιο μέτρο εμποδίζει κατά κάποιον τρόπο τα ΑΕΙ να προϋπολογίσουν τις δαπάνες και τα έσοδά τους από τα μεταπτυχιακά προγράμματα. Πώς θα καταρτίσουν προϋπολογισμό εάν δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ποιο ποσοστό των εκάστοτε εισακτέων θα απαλλάσσεται από τα δίδακτρα; Επιπλέον τα δίδακτρα τίθενται ως τελευταία επιλογή για τη χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, καθώς το σχέδιο νόμου αναφέρει άλλες πηγές χρηματοδότησης, όπως το Υπουργείο Παιδείας (μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να ακουστεί) ή τα αποθεματικά των ΕΛΚΕ που η Κυβέρνηση έχει σκοπό να υφαρπάξει για να κάνει …κοινωνική πολιτική.
«Κοινωνική πολιτική» α λα ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κάνει ο Γαβρόγλου, με τον μόχθο και τον κόπο των άλλων – των καθηγητών ‒, με μια ακόμη πάνσοφη διάταξη του σχεδίου του: Ορίζει πλαφόν (έως 20% των ετησίων απολαβών) για τις αμοιβές που μπορεί να εισπράξει ένα μέλος ΔΕΠ από τη διδασκαλία σε μεταπτυχιακά και αφού προηγουμένως αναλάβει την υποχρέωση να διδάξει δωρεάν σε μεταπτυχιακό επίπεδο για ίσο χρόνο με αυτόν για τον οποίο θα αμειφθεί.
Πρόκειται ουσιαστικά για διάταξη που στερεί από τους καλύτερους καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων κάθε οικονομικό κίνητρο να διδάξουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα, αφού πρέπει ουσιαστικά να διπλασιάσουν το διδακτικό τους έργο για να αμειφθούν μόνο 20% παραπάνω. Μάλλον ο υπουργός, έχοντας υπ’ όψιν του το πρότυπο του μέσου κομματικού μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, ψάχνει για… ανιδιοτελείς σκαπανείς της επιστήμης και της έρευνας που δεν τους ενδιαφέρουν οι ποταπές υλικές απολαύσεις στις οποίες αποκτά κανείς πρόσβαση μόνο όταν έχει λεφτά.
Η πιο κυνική λογική που επικαλούνται κάποιοι αντιδραστικοί κύκλοι, ότι ο υπουργός γνωρίζει πως η πλειονότητα των καθηγητών που έχουν τα προσόντα να διδάξουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα και δεν ανήκουν προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς οικονομικό κίνητρο θα αρνηθούν και τότε θ’ ανοίξει ο δρόμος της διδασκαλίας στα μεταπτυχιακά προγράμματα στους περιθωριακούς βασιβουζούκους του κόμματος να τσιμπήσουν κι αυτοί κάτι, ασφαλώς δεν ισχύει.
Εάν το σήμα κατατεθέν του μαρξισμού – και όχι μόνο ‒ του 20ού αιώνα είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το σήμα κατατεθέν του μαρξισμού στην απολύτως συνεπή με τη θεωρία εφαρμοσμένη πρακτική του στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι το πανεπιστήμιο της Αριστεράς. Εάν θέλεις να αντιληφθείς τον παραδοσιακό μαρξισμό-λενινισμό και τη λογική του δεν έχεις παρά να μελετήσεις το ελληνικό πανεπιστήμιο. Ιδίως εάν εφαρμοστούν οι αλλαγές που προωθεί στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης ο υπουργός Παιδείας ή μάλλον α-παιδείας.
* Ο κ. Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι αντιπρόεδρος της Δράσης