Του Νίκου Καραγεωργίου*
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μετά την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων, που ολοκληρώθηκε το 1992 με την πτώση του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση, η Ελλάδα δέχτηκε από Αλβανία και άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πάνω από 1 εκατομμύριο μετανάστες. Συνεπώς, λένε τα ίδια άτομα, ποιος ο λόγος να ανησυχούμε αν στον αριθμό αυτό σήμερα προστεθούν και άλλοι 100.000 με 150.000 πρόσφυγες από Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν και Βόρειο Αφρική που θα μείνουν στην Ελλάδα 2 με 3 χρόνια.
Δυστυχώς το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο. Και η όποια σύγχυση δημιουργείται αποτρέπει τις ορθολογικές ερμηνείες του φαινομένου. Κατά πρώτον, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι μετανάστες από Αλβανία και αλλού ήταν Ευρωπαίοι. Κυρίως όμως, δεν ήταν πρόσφυγες. Οι άνθρωποι αυτοί μετανάστευαν στην Ελλάδα, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Σε αντίθεση, οι πρόσφυγες έρχονται στην Ελλάδα για να αποφύγουν την απώλεια της ζωής τους στις χώρες που εγκαταλείπουν. Ακόμα, πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι Ευρωπαίοι και έρχονται από περιοχές με θρησκευτικές αρχές που είναι αντίθετες με τα όσα ισχύουν στις ανοιχτές κοινωνίες της Δύσης. Έτσι, έχουμε ένα πρώτο πρόβλημα που είναι πρωτίστως βαθύτατα πολιτιστικό και εν συνεχεία οικονομικό. Υπό αυτή την έννοια το πρόβλημα αυτό μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις επικίνδυνες για την κοινωνική ισορροπία στην χώρα μας, και που θα μπορούσαν οι καταστάσεις αυτές να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες πολιτικές υποτροπές. Από τη μέχρι σήμερα κεκτημένη εμπειρία, προκύπτει ότι οι πολιτικές ενσωμάτωσης στις δυτικές κοινωνίες, μερική μόνο επιτυχία έχουν και είναι βέβαιο ότι γίνονται πολύ πιο δύσκολες όταν πρόκειται για πρόσφυγες και όχι για μετανάστες.
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε, είναι αυτό της προέλευσης των προσφύγων – μεταναστών, που όπως λένε τα στατιστικά στοιχεία μόνο σε ποσοστό 40% προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει και η οποία έχει ήδη απρόσμενες οικονομικές συνέπειες. Οι μετανάστες επειδή αναζητούν μια καλύτερη ζωή ενδέχεται να γίνουν παραγωγικά στοιχεία για μια κοινωνία, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι η προστασία και η ασφάλεια της ζωής τους. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η διαφορά είναι αισθητή και ασφαλώς μπορεί να έχει υψηλό οικονομικό κόστος.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να τονίσουμε ότι κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει εάν και πότε θα ανακοπούν οι ροές προσφύγων – μεταναστών προς την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πως ο αριθμός των 150.000 ατόμων μπορεί να αποδειχθεί διπλάσιος ή και τριπλάσιος. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι απόκληροι αυτοί άνθρωποι θα είναι εγκλωβισμένοι εδώ. Κατά συνέπεια, η δημιουργία δεκάδων Hot Spots στην ελληνική επικράτεια, όπου θα φιλοξενούνται εκτός από πρόσφυγες και μετανάστες από την ευρύτερη περιοχή του μουσουλμανικού τόξου, ενέχει κινδύνους δημιουργίας ανεξέλεγκτων εστιών σύγκρουσης, εγκληματικών και τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Με αυτές τις τελευταίες να είναι ήδη ορατές αν λάβουμε υπόψη μας μεμονωμένα μεν γεγονότα στην Ειδομένη, τα οποία όμως διόλου απίθανο πολύ σύντομα να διογκωθούν.
Όσοι είναι πρόσφυγες, και μάλιστα οικογένειες που δικαιούνται την προστασία, αποτελούν ένα μέρος του συνόλου όσων έχουν φτάσει και εγκλωβιστεί στη χώρα μας. Μεταξύ αυτών όμως, υπάρχουν στοιχεία που εύκολα θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν εξ ανάγκης σε πυρήνες εγκληματικών δραστηριοτήτων και απρόβλεπτων τρομοκρατικών ενεργειών. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από τον ελληνικό τουρισμό θα πλανάται η Δαμόκλειος Σπάθη φαινομένων που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν .
Από την άλλη πλευρά, η προσθήκη του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος στα πολλά προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία αυξάνει το αρνητικό κλίμα για επενδύσεις, κλονίζει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και, όπως όλα δείχνουν, τονώνει την έξοδο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τη χώρα μας. Έτσι, σε μια οικονομία η οποία τελεί υπό συνθήκες πλήρους αβεβαιότητας και στην οποία οι μεταρρυθμίσεις κάπου έχουν ξεχαστεί, έχει ήδη εγκατασταθεί μια ωρολογιακή βόμβα που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να εκραγεί.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, υπό καθεστώς αβεβαιότητας τελούν και οι γεωπολιτικές συνθήκες στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί η χώρα, ιδιαίτερα στην περιοχή μας όπου όλα είναι ανοικτά και στην οποία η γειτονική μας Τουρκία διεκδικεί χρήμα και ζώνες επιρροής και αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η Ελλάδα δεν φρόντισε να προστατεύσει τα σύνορά της, τα οποία ύστερα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1992, θεωρούνται και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτές οι εξελίξεις κατανοούνται από τους επαΐοντες της λήψης αποφάσεων και άρα ήρθε η ώρα να αντιμετωπιστούν με ευθύνη και ορθολογισμό. Αν αυτό δεν συμβεί, τα χαμόγελα συγκατάβασης δεν θα είναι αρκετά για να αποτρέψουν τα χειρότερα.
* Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων.