Της ΜΑΡΙΕΤΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ*
Η ιστορία της Ευρώπης έχει να επιδείξει εξαιρετικές πολιτικές υπέρ υπηκόων τρίτων χωρών που εισήλθαν στο έδαφός της. Πολλές χώρες ενέταξαν στον κοινωνικό ιστό μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από τους Ευρωπαίους. Αυτά μέχρι την ύπαρξη της κρίσης στη Συρία και τη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ. Είναι αλήθεια ότι η Ευρώπη αποτελούσε πάντα περιοχή ελκυστική για τους υπηκόους των τρίτων χωρών, λόγω της κοινωνικής της πολιτικής και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο εμφύλιος στη Συρία οδήγησε τον πληθυσμό σε απομάκρυνση από τη χώρα προς όμορες περιοχές, εν συνεχεία δε προς την Ευρώπη, ενώ κύματα μετανάστευσης προς την ίδια κατεύθυνση δημιουργήθηκαν από την Αφρική και λόγω του εμφυλίου στη Λιβύη αλλά και από το Αφγανιστάν και άλλες χώρες της Ασίας.
Η Ευρώπη έφθασε μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα: μπορεί να φιλοξενήσει τα εκατομμύρια πολιτών που κατευθύνονται προς αυτή, μπορεί να παραγνωρίσει τα θέματα ασφάλειας που προκύπτουν από μια ανεξέλεγκτη είσοδο υπηκόων τρίτων χωρών; Η λογική απάντηση είναι «όχι». Εξυπακούεται ότι όσοι πραγματικά έχουν την ιδιότητα του πρόσφυγα βεβαίως και μπορούν να φιλοξενηθούν υπό τους όρους και τους κανόνες των διεθνών συμβάσεων. Το ερώτημα που ανακύπτει επίσης είναι: θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη ως σύνολο το πρόβλημα; Η απάντηση είναι απλή. Η οποιαδήποτε διαφοροποίηση των κρατών-μελών θα επιδεινώσει τις μεταξύ τους σχέσεις και των θεσμικών οργάνων της Ενωσης. Στην ουσία βρισκόμαστε εδώ, και αυτό αποδεικνύεται από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το μεταναστευτικό.
Στο έδαφος της Ε.Ε., όσοι διασώζονται πρέπει να αντιμετωπίζονται με κοινή προσπάθεια και να μεταφέρονται σε ελεγχόμενα κέντρα στα κράτη-μέλη σε εθελοντική βάση, όπου θα γίνεται διάκριση παράτυπων μεταναστών που θα επιστρέφονται και εκείνων που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Το πώς θα εφαρμοσθούν αυτά στην πράξη υπονομεύεται εκ των προτέρων από τη διάσταση απόψεων των κρατών-μελών. Ορισμένες χώρες αρνούνται την είσοδο προσφύγων σ’ αυτές, πολύ περισσότερο των μεταναστών και δεν φαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα να υπάρξει αλλαγή γνώμης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμέσως ετοίμασε ένα ενημερωτικό σημείωμα με τέσσερα σενάρια. Βρισκόμαστε στην εποχή των σεναρίων λόγω της διάστασης απόψεων επί πολύ σημαντικών θεμάτων. Το πρώτο σενάριο θέλει πλατφόρμες σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. για μετανάστες που σώθηκαν σε ύδατα κρατών-μελών ή από ευρωπαϊκή πλοία σε διεθνή ύδατα. Το δεύτερο σενάριο θέλει πλατφόρμες σε τρίτη χώρα για μετανάστες που σώθηκαν σε ύδατα τρίτης χώρας ή από πλοία σε διεθνή ύδατα. Φυσικά, οι τρίτες χώρες πρέπει να πάρουν οικονομική βοήθεια και να ενισχυθούν οι ακτοφυλακές τους.
Το τρίτο σενάριο περιλαμβάνει την επεξεργασία αιτήσεων ασύλου σε έδαφος τρίτης χώρας. Επειδή όμως αυτό δεν επιτρέπεται από το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, για να λειτουργήσει πρέπει να συσταθεί ένα ενωσιακό σύστημα ασύλου για να προχωρεί η διαδικασία ομοιόμορφα και να μπορεί να υποβληθεί αίτημα ασύλου για την Ευρώπη σε τρίτη χώρα. Το τέταρτο σενάριο είναι τα κέντρα επιστροφών σε τρίτη χώρα, όπου οι παράτυποι μετανάστες που δεν μπορούν να επιστραφούν στη χώρα τους, μετά την άρνηση απόδοσης ασύλου, θα στέλνονται εκεί. Αυτό όμως απαγορεύεται ρητά χωρίς συναίνεση, να σταλεί δηλαδή άτομο σε χώρα που δεν είναι της καταγωγής του ή που δεν έχει περάσει από εκεί κατά τη διαδικασία παράνομης διέλευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Βλέπουμε λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, ότι στα συμπεράσματα προκρίνεται η εθελοντική συμμετοχή. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αντιρρήσεις των χωρών Βίσεγκραντ και της Αυστρίας αλλά και της Ελλάδος που απορρίπτει διά του πρωθυπουργού τη δημιουργία τέτοιων κέντρων στη χώρα μας, είναι προφανές ότι τα σενάρια δεν δίνουν απάντηση στο πρόβλημα. Ετσι προχωρούμε στις δευτερογενείς μετακινήσεις μεταναστών αιτούντων άσυλο.
Η Γερμανίδα καγκελάριος συνήψε δύο συμφωνίες με Ελλάδα και Ισπανία με βάση το άρθρο 36 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Οσοι φθάνουν στο γερμανικό έδαφος θα επαναπροωθούνται στις χώρες προέλευσης, ενώ η Γερμανία θα δεχθεί τις επανενώσεις οικογενειών μεταναστών που βρίσκονται ήδη στο έδαφός της. Για να γυρίσει κάποιος στη χώρα πρώτης προέλευσης υπάρχει περιθώριο έξι μηνών, ειδάλλως δεν μπορεί να επιστραφεί. Η Γερμανία ζητεί να μην ισχύσει το περιθώριο αυτό, ενώ η Ιταλία αρνείται να το αλλάξει.
Τι γίνεται μ’ εμάς; Πρώτον, πρέπει να ισχύσει πάλι η συμφωνία με την Τουρκία για την επαναπροώθηση. Δεύτερον, να ληφθούν μέτρα αποφυγής δευτερογενών μετακινήσεων. Τρίτον, η χώρα να λάβει επιπλέον χρήματα μέσω του νέου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021 – 2027, ιδιαίτερα για θέματα εξωτερικής ασφάλειας και διαχείρισης των συνόρων. Τέταρτον, η Τουρκία πρέπει να πάρει τη δεύτερη δόση του μηχανισμού για τους πρόσφυγες, ύψους 3 δισ. Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα, όταν η Τουρκία για θέματα έρευνας και διάσωσης μπαίνει ως «σφήνα» επιδιώκοντας τη συνδιαχείριση στο Αιγαίο.
Διά ταύτα: δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά προτάσεις της μιας ή της άλλης πλευράς που έχουν συρραφεί κατά τρόπο ατημέλητο στο κείμενο συμπερασμάτων λόγω των διχογνωμιών και των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, ιδίως σε Γερμανία και Ιταλία. Επομένως νέα αδιέξοδα εμφανίζονται στον ορίζοντα, ενώ οι εθνικιστικές και δημαγωγικές δυνάμεις στην Ευρώπη θα εκμεταλλευθούν και την παραμικρότερη ενέργεια των διαφόρων χωρών για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.
* Η κ. Μαριέττα Γιαννάκου είναι πρώην υπουργός.