Ο Αντώνης Π. Κεφαλάς περιγράφει πώς ένα μαγαζάκι με 20 εργαζόμενους έγινε μία σύγχρονη πολυεθνική βιομηχανία και όχι μόνον…

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο τίτλος είναι Δέλτα, όπως Ελλάδα. Μία ιστορία. Και, όπως γράφει ο Αντώνης Π. Κεφαλάς, την πατρότητα φέρει ο αξέχαστος καλός φίλος Αλέξανδρος Βέλιος. Γιατί, όμως; Εικάζω, πολύ απλά, ότι στην πορεία της γαλακτοβιομηχανίας Δέλτα που ξεκίνησε ο Αριστείδης Δασκαλόπουλος, ο Αλέξανδρος έβλεπε τί θα μπορούσε να έχει πετύχει και η Ελλάδα, αν η χώρα δεν ζούσε 200 χρόνια τώρα με παραισθήσεις και έναν άκρατο επαρχιωτισμό. Τον τελευταίο, κυρίως χάρη στον Δημήτρη Α. Δασκαλόπουλο, η ηγετική εταιρεία στον κλάδο των τροφίμων κατάφερε να τον ξεπεράσει, για να γίνει τελικά σε κάποια φάση μία επιχείρηση-διαμάντι.

Πολύ σωστά, έτσι, ο Αντώνης Π. Κεφαλάς, στις 500 και πλέον σελίδες του βιβλίου που έγραψε για την εταιρεία, επισημαίνει ότι η Δέλτα κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής εκβιομηχάνισης, η οποία όμως ξεκίνησε πιο αργά από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Από την άποψη αυτή, η Δέλτα ιδρύθηκε όταν η ύπαιθρος δεν μπορούσε να διασφαλίσει τα προς το ζην, οπότε οι πιο ξύπνιοι, δραστήριοι και φιλόδοξοι την εγκατέλειπαν για να αναζητήσουν καλύτερη ζωή στις πόλεις.

Σε μιαν Ελλάδα όπου ο κρατισμός και η φαυλοκρατία ήσαν στην ημερήσια διάταξη, χωρίς να υπάρχει χώρα ίχνος βιομηχανικής παράδοσης, το να αποφασίσει κανείς να γίνει βιομήχανος ήταν μία τολμηρή υπόθεση. Αυτήν αποπνέει, μεταξύ άλλων, και το βιβλίο του Αντώνη Π. Κεφαλά, ο οποίος πάει κυριολεκτικά στα άδυτα μίας μεγάλης εταιρείας που σήμερα έχει πάνω από 60 χρόνια ζωής.

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του συγγραφέα για το πώς μία παραγωγική και δυναμική γαλακτοβιομηχανία βρέθηκε σε επικίνδυνο «κόκκινο» στις αρχές της δεκαετίας τού 1980, όταν στην Ελλάδα οργίαζαν οι έλεγχοι τιμών από το υπουργείο Εμπορίου, ενώ στον αγροτικό τομέα οι παραγωγοί επιδοτούντο ερήμην των όποιων επιδόσεων και ικανοτήτων τους. Ακόμα, μέσα από την αφήγηση του Αντ. Κεφαλά προβάλλει ανάγλυφος και ο ρόλος της Νομισματικής Επιτροπής σε ένα ημικρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, που από μόνο του ήταν φορέας αντιανάπτυξης και πλήρους αποθαρρύνσεως μη διαπλεκόμενων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Ένα βασικό συμπέρασμα από την ανάγνωση του βιβλίου Δέλτα, όπως Ελλάδα (εκδόσεις Λιβάνη), είναι αυτό του ρόλου που έπαιξαν ο κρατισμός και η διαπλοκή στο ελληνικό παραγωγικό πρότυπο και τις στρεβλώσεις του. Αβίαστα προκύπτει, όμως, για τον αναγνώστη και η εντυπωσιακή προσπάθεια μίας εταιρείας, υπό τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, από το 1983 και μετά, να αντισταθεί, αφ’ ενός, στον ξένο πολυεθνικό ανταγωνισμό και, αφ’ ετέρου, να δημιουργήσει την δική της παραγωγική προσωπικότητα.

Στο επίπεδο αυτό, οι περιγραφές του Αντώνη Κεφαλά συνιστούν από μόνες τους σεμινάριο για επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων που θέλουν να πάνε μπροστά. Και όταν λέμε σεμινάριο, το εννοούμε. Ο συγγραφέας, στην λεπτομερή και σε βάθος ανάλυσή του, δεν χαρίζεται. Λέει τα σύκα-σύκα και την σκάφη-σκάφη. Αναφέρει  νίκες και ήττες της εταιρείας που περιγράφει και βεβαίως εξηγεί γιατί συνέβησαν και πώς.

Περιγράφει έτσι πώς η Δέλτα έχασε τις μάχες γιαουρτιού και τυριού, αλλά και πώς κέρδισε τους πολέμους του γάλακτος και του παγωτού –όπου είχε απέναντί της και έναν κολοσσό όπως η Unilever. Επίσης, ο Αντ. Κεφαλάς αναφέρει για ποιους λόγους η Δέλτα δεν κατάφερε να μπει στις ευρωπαϊκές αγορές, παραμένοντας όμως ισχυρή στα Βαλκάνια. Στο σημείο δε αυτό ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας –αυτό της αδυναμίας της να βρει μία θέση στα διεθνή δίκτυα διανομής ώστε να τονώσει την εξωστρέφειά της. Θα λέγαμε ότι η αδυναμία αυτή ίσως να είναι σήμερα κορυφαίο πρόβλημα της ελληνικής παραγωγής, η οποία, με κάποιες εξαιρέσεις, είναι σχεδόν άγνωστη εκτός Ελλάδος. Το δε κόστος για να γίνει σήμερα επωνύμως γνωστή είναι τεράστιο.

Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι πολύ δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς την επωνυμία Δέλτα και τις μάρκες που συνδέονται με αυτήν στην εσωτερική αγορά. Στην χώρα μας, η εταιρεία που ίδρυσε ο Αριστείδης Δασκαλόπουλος και ανέβασε ψηλά ο γυιος του Δημήτρης, δημιούργησε με τις επενδύσεις της, μέχρι την πώλησή της, μία τεράστια, σύγχρονη, διεθνώς ανταγωνιστική πανελλαδική βιομηχανική υποδομή: κτίρια και μηχανήματα, αποθήκες, σταθμοί γάλακτος, κέντρα διανομής, δίκτυα διανομής, συστήματα πληροφορικής. Την περίοδο 1980-2005 οι επενδύσεις της ξεπερνούν τα 120 δισεκατομμύρια δραχμές. Καινοτομεί δε διαρκώς: στα προϊόντα της, στις μεθόδους παραγωγής και, κυρίως, στο μάρκετινγκ.

Η εταιρεία ανέτρεψε επίσης οριστικά την τριτοκοσμική αγορά γάλακτος εβαπορέ, που επικρατούσε στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου προς όφελος των πολυεθνικών, και εκπαιδεύει στην κυριολεξία το κοινό να πίνει φρέσκο παστεριωμένο και ομογενοποιημένο γάλα, αλλάζοντας το καταναλωτικό πρότυπο. Ας σημειωθεί ότι η έννοια του «φρέσκου» γάλακτος δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τις αντίστοιχες εξελίξεις στην κτηνοτροφία, όπου και εκεί η Δέλτα πρωτοπόρησε.

Είναι σημαντικό επίσης να τονιστεί ότι η Δέλτα, όπως γράφει ο Αντ. Κεφαλάς, παρά την αρχική της ήττα, διασφαλίζει την κρίσιμη στιγμή την αυθεντικότητα του ελληνικού γιαουρτιού, εμμένοντας στην εξασφάλιση συνθηκών που εμποδίζουν την πιθανή απώλεια της διατροφικής του αξίας. Είναι η πρώτη που εισάγει και χρησιμοποιεί στην Ελλάδα την μέθοδο παρασκευής στραγγιστού γιαουρτιού με την προσθήκη πρωτεϊνών. Με την είσοδό της στο γιαούρτι, μεγεθύνει την αγορά και διευρύνει το φάσμα των προϊόντων που προσφέρονται στον καταναλωτή.

Δημιουργεί επίσης την αγορά για χυμούς που είναι όσο κοντύτερα γίνεται στον φρέσκο, με πρωτοποριακές πρώτες ύλες, πρωτότυπες συσκευασίες και γεύσεις ιδιαίτερα θελκτικές για τον καταναλωτή.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και πολλές άλλες πρωτοβουλίες και καινοτομίες μίας εταιρείας που είχε πάντα και έντονη κοινωνική παρουσία. Μία εταιρεία η οποία, «αγκαλιάζοντας» την εποχή της, πριν λίγα χρόνια πέρασε από τον παραγωγικό καπιταλισμό στον αντίστοιχο χρηματοοικονομικό. Και θα περιμένει έναν συγγραφέα να γράψει για το πέρασμα αυτό.