Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη*

Οι πύλες της Ευρώπης αίρονται, εάν αποφασίσει η σημερινή ηγεσία της Ένωσης να δώσει την πράσινη κάρτα στην Τουρκία, δρομολογώντας την πλήρη ένταξή της, με αντάλλαγμα να της τελειώσουν προσωρινά οι πονοκέφαλοι του προσφυγικού. Η Τουρκία, κληρονόμος της υψηλής στρατηγικής του Βυζαντίου, την οποία συνέχισαν οι Οθωμανοί, την εφαρμόζει κατά τρόπο μοναδικό όλα τα τελευταία εξήντα χρόνια αναβίωσης των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων, συγκρούσεων και διεκδικήσεων της γείτονος απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, επιχειρεί να επιτύχει σήμερα έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα στρατηγικό σχέδιο, το οποίο το εφαρμόζει ο Πρωθυπουργός και πρώην υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, με ιδιαίτερη μαεστρία με αφετηρία τη συριακή κρίση. Η Τουρκία λοιπόν δημιούργησε τις συνθήκες του πολέμου στη Συρία, αφού οργάνωσε, παρασύροντας και τους Αμερικανούς, ένα σχέδιο ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, χρηματοδότησε και εκπαίδευσε τις ακραίες ισλαμικές οργανώσεις της Αλ-Νούσρα, παρακλάδι της Αλ-Κάιντα και πρόδρομο των ISIS, άναψε το φυτίλι του πολέμου στη Συρία, προκάλεσε τεράστιο προσφυγικό κύμα, το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ασταμάτητες και γιγαντιαίες ροές προσφύγων και μεταναστών διοχετεύουν οι τουρκικές υπηρεσίες συνειδητά και οργανωμένα στην Ελλάδα ως αφετηρία της βαλκανικής διαδρομής προς την Ευρώπη, έτσι ώστε να προκαλέσει την εσωτερική κρίση συνοχής της Ε.Ε., να αναβαθμίσει η Άγκυρα τη θέση της ως χώρα που μπορεί να επιλύσει το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο η ίδια, επαναλαμβάνουμε, δημιούργησε και, ως εκ τούτου, να αξιοποιήσει τον ρόλο της σε σχέση με τους ιστορικούς στόχους που είχε πάντοτε η Τουρκία με την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι η Τουρκία σήμερα, διά του κυρίου Νταβούτογλου, απευθυνόμενη στους φοβισμένους και ανασφαλείς ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών, τους είπε πως η Άγκυρα σαφώς και μπορεί να λύσει το προσφυγικό πρόβλημα! Προς τούτο, όμως, πρέπει να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι έξι δις για τις οικονομικές επιπτώσεις του προσφυγικού στη χώρα της, να αρθεί η υποχρέωση βίζας για τους Τούρκους πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή για σχεδόν ογδόντα εκατομμύρια, δικαίωμα που έχουν μόνο οι Ευρωπαίοι πολίτες, να ανοίξουν πέντε κεφάλαια που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τον κοινωνικο-οικονομικό εκσυγχρονισμό της γείτονος, και ταυτόχρονα να οριστεί ημερομηνία ένταξης, δηλαδή ολοκλήρωση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εφόσον οριστεί η ημερομηνία, σημαίνει ότι η Τουρκία κάποια στιγμή θα ενταχθεί στην Ένωση. Αυτός ήταν πάντοτε ο στρατηγικός στόχος της Άγκυρας, από την εποχή των Οθωμανών που έφτασαν έξω από τις πύλες της Βιέννης και απέτυχαν να την καταλάβουν. Αυτός ήταν ο στόχος της κεμαλικής Τουρκίας, που αναζητούσε την ενσωμάτωσή της στην Ευρώπη, για λόγους όχι μόνο οικονομικούς ή και πολιτικούς, αλλά και ταυτότητας. Αυτός εξακολουθεί να είναι ο στρατηγικός στόχος του νεο-οθωμανικού συστήματος των Ερντογάν – Νταβούτογλου, που επιδιώκουν την άλωση της Ευρώπης, διότι περί αυτού θα πρόκειται, μέσα από την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.. Ο μεγάλος Ευρωπαίος πολιτικός Χέλμουτ Σμιτ, στο βιβλίο «Η Γερμανία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και η Ευρώπη» (Εκδόσεις Σιδέρη), υπογραμμίζει πως η Τουρκία δεν μπορεί επ’ ουδενί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι γιατί πολιτικά δεν είναι δημοκρατία και γιατί πολιτιστικά είναι ασύμβατη με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά κυρίως γιατί στα μέσα του 21ου αιώνα η Τουρκία θα έχει διπλάσιο πληθυσμό απ’ ό,τι η Γαλλία και η Γερμανία μαζί, και επομένως θα κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα της γραφειοκρατίας και της πολιτικής των Βρυξελλών. Επομένως, οι πύλες της Ευρώπης αίρονται, εάν αποφασίσει η σημερινή ηγεσία της Ένωσης να δώσει την πράσινη κάρτα στην Τουρκία, δρομολογώντας την πλήρη ένταξή της με αντάλλαγμα να της τελειώσουν προσωρινά οι πονοκέφαλοι του προσφυγικού. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι ηγέτες, που είναι στενόκαρδοι και κοντόφθαλμοι ως όραμα και ευρωπαϊκή προοπτική έναντι των μεγάλων προκατόχων τους, πως το προσφυγικό ζήτημα δεν αποτελεί μόνο κίνδυνο, αλλά και πρόκληση, με την έννοια της ευκαιρίας για την Ευρώπη να επιδείξει σε όλο τον κόσμο τις αξίες της οικουμενικότητας και της αλληλεγγύης. Αυτό θα αναδείκνυε την Ευρώπη σε μια μονάδα ανθρωπισμού και πολιτιστικής πραγμάτωσης, που λείπει από τον 21ο αιώνα. Αντ’ αυτού εξευμενίζουν την τουρκική ηγεσία, που από τη δομή και την πολιτική της φιλοσοφία καταπιέζει τον λαό της. Φαίνεται πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν διδάχθηκαν ή λησμονούν το μέγα μάθημα και πάθημα του Μονάχου του 1938! Σε όλο αυτό το τουρκικό παιχνίδι η υπόθεση της Κύπρου εμφιλοχωρεί ανάμεσα στις συζητήσεις των ηγετίσκων της Ευρώπης, που ενθαρρυμένοι από αμερικανικούς κύκλους οργανώνουν στη διαπραγματευτική τους πρακτική προσφορές στην Τουρκία σε σχέση με το κυπριακό πρόβλημα και τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται για την επίλυσή του. Υπάρχει πρόδηλη τάση να πιέζουν τη Λευκωσία και την Αθήνα για άνοιγμα των κεφαλαίων, προκειμένου να ικανοποιηθεί η Τουρκία στη διεκδίκησή της για επιτάχυνση της πορείας ένταξής της στην Ένωση. Η Λευκωσία αρνείται φυσικά και καλά κάνει. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι σε θέση να εξισορροπήσει τους φόβους και τις ανησυχίες των Ευρωπαίων, που εμφανίζονται απολύτως ανασφαλείς έναντι της Τουρκίας σε σχέση με την «προσφυγική απειλή». Οι προσφυγικές ροές είναι προϊόν του πολέμου της Συρίας, τον οποίο υπέθαλψε η Τουρκία. Η Κύπρος και η Αθήνα οφείλουν να κρατήσουν τις απαιτούμενες άμυνες, που θα προασπίσουν όχι μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία όρθια, αλλά και την ίδια την Ευρώπη, η οποία κινδυνεύει να αυτοδιαλυθεί μέσα από τις φοβίες και τις παραστάσεις απειλής που εκδηλώνονται παντού και μετατρέπουν την Ευρώπη από ανοικτή, δημοκρατική κοινωνία ανθρωπιστικών ιδεωδών, σε ένα φρούριο αναχρονιστικών δομών και συστήματος αξιών.

 

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή:
mignatiou.com