Απόψεις

Νέος Ψυχρός Πόλεμος

/

Του  Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*


Εδώ και λίγο καιρό έχει ξεσπάσει στην Ελλάδα μια μεγάλη συζήτηση αναφορικά με τα

Εδώ και λίγο καιρό έχει ξεσπάσει στην Ελλάδα μια μεγάλη συζήτηση αναφορικά με τα «εγκλήματα του Κομμουνισμού» γενικώς και του Σταλινισμού ειδικότερα και τη θέση της Ελλάδας έναντι αυτών. Το θέμα πυροδοτήθηκε μετά την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμετάσχει σε σχετικό συνέδριο που διοργάνωσε η Εσθονία αξιοποιώντας τη θέση της ως προεδρεύουσα χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ο γράφων δεν έχει απολύτως καμία διάθεση να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση ή συζήτηση για ιδεολογικούς λόγους ή για αμιγώς ιστορικά ζητήματα. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ιδεολογικό, είναι εξόχως γεωπολιτικό και σχετίζεται άμεσα με τις σημερινές στρατηγικές επιλογές της Ευρώπης και της Ελλάδας, και όχι με το παρελθόν. Και, απ’ ότι φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, των ΜΜΕ, των ηγετικών ελίτ της χώρας αλλά και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης επέλεξαν (;) να ταυτιστούν με τα πιο ακραία, μισαλλόδοξα και ρωσοφοβικά κομμάτια της ευρωπαϊκής πολιτικής, οδηγώντας τις προοπτικές των ελληνορωσικών σχέσεων στα Τάρταρα.

Επίθεση στο παρελθόν αλλά και στο παρόν

Για να ξεκινήσουμε μια στοιχειωδώς ρεαλιστική ανάλυση του ζητήματος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, όταν οι Εσθονοί και οι πέριξ αυτών μιλάνε για «εγκλήματα του κομμουνισμού» ή έστω για «εγκλήματα του Στάλιν» εννοούν «εγκλήματα της Ρωσίας». Κι αυτό όχι για λόγους αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας ή, έστω, ενός ιστορικού ρεβανσισμού αλλά για να επιβάλουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, στο ΝΑΤΟ και γενικότερα στο δυτικό κόσμο μια ακραία πολωτική σχέση με τη Ρωσία, την οποία θεωρούν ότι εξυπηρετεί τα εθνικά το συμφέροντα τους.

Συγκεκριμένα, η Εσθονία – όπως και οι άλλες δημοκρατίες της Βαλτικής – εκτιμά ότι βρίσκονται υπό διαρκή απειλή από τη Ρωσία και γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να αντισταθεί παρά μόνο για μερικές ώρες σε περίπτωση που οι ρωσικές δυνάμεις επιτέθουν στα εδάφη της. Επιπροσθέτως, ανησυχεί και για την πιθανότητα εφαρμογής εναντίον της κάποιου είδους υβριδικών επιχειρήσεων από πλευράς Μόσχας, οι οποίες θα επιδιώκουν να κινηθούν «κάτω από το κατώφλι» της αυτοματοποιημένης αντίδρασης του ΝΑΤΟ. Έτσι, κρίνει ότι μόνο μια ξεκάθαρα  και απόλυτα εχθρική σχέση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, που θα διασφάλιζε ότι σε περίπτωση οιασδήποτε ρωσικής δράσης εναντίον της, οι ΗΠΑ θα ήταν απολύτως πρόθυμες «να θυσιάσουν τη Νέα Υόρκη για να σώσουν το Ταλίν», οδηγούμενες σε ολοκληρωτικό πόλεμο, μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή αποτροπή έναντι της «ρωσικής επιθετικότητας».

Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η Εσθονία και οι άλλες δημοκρατίες της Βαλτικής επιδιώκουν μια δαιμονοποίηση της Ρωσίας και σε αυτήν τους την προσπάθεια επενδύουν και σε μια επιλεκτική ανάγνωση του ιστορικού παρελθόντος, στοχεύοντας τα χρόνια του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Και αυτό γιατί για τη Ρωσία η σοβιετική εποχή αποτελεί μέρος της συλλογικής της ταυτότητας. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς από τη στιγμή που τα έθνη έχουν ιστορική συνέχεια, ανεξαρτήτως των πολιτικών συστημάτων, ιδεολογιών και πολιτευμάτων που έχουν υπάρξει στην πορεία τους μέσα στον χρόνο. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε ένα σημερινό ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος για να δει τη συνέχεια αυτή να αποτυπώνεται συμβολικά, με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου να σκοτώνει τον δράκο στο κάθετο σταθερό και τα κόκκινα αστέρια στην πτέρυγα. Έτσι, η σταλινική περίοδος, μαζί με τα ζοφερά  στοιχεία της, αποτελεί και μια περίοδο αυτοθυσιαστικής δόξας και μεγαλείου για τη Ρωσία και τον ρωσικό λαό. Η σημερινή εθνική εορτή της Ρωσίας είναι η Ημέρα της Νίκης ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, την οποία επέτυχε ο Κόκκινος Στρατός υπό την ηγεσία του Στάλιν. Τόσο απλά. Άρα, η επίθεση στο κομμουνιστικό παρελθόν της Ρωσίας, αποτελεί επίθεση στη ρωσική ιστορική συνέχεια, άρα και στη σημερινή Ρωσία. Άλλωστε, αν το θέμα ήταν πράγματι τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» ή του σταλινισμού, οι κατεξοχήν αρμόδιοι για να μιλήσουν για αυτά θα ήταν οι ίδιοι οι Ρώσοι, οι οποίοι υπέστησαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των συνεπειών εκείνης της περιόδου.

Ιδεολογικές ή ψυχρές γεωπολιτικές επιλογές;

Εδώ, βέβαια, μπορεί να προκύψει η οργισμένη παρατήρηση ότι, εκτός από τους Ρώσους, υπήρξαν και άλλες χώρες, λαοί και εθνότητες που υπέστησαν πλήθος δεινών επί Υπαρκτού Σοσιαλισμού, ιδιαίτερα δε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσον αφορά στις κεντροευρωπαϊκές χώρες, τους επεβλήθη ένα αυταρχικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα και τέθηκαν δια της βίας υπό τη σοβιετική κυριαρχία, οι δημοκρατίες της Βαλτικής έχασαν την ανεξαρτησία τους και ενσωματώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, ενώ εθνικές ομάδες, όπως οι Έλληνες της Ρωσίας, υπέστησαν διωγμούς, θεωρούμενοι ως αναξιόπιστοι, εξαιτίας των εθνικών τους δεσμών με την Ελλάδα, η οποία αποτελούσε μέρος μιας εχθρικής Δύσης.

Ο γράφων δεν έχει απολύτως καμία διάθεση να δικαιολογήσει οτιδήποτε από αυτά, πολλώ δε μάλλον να τα αμφισβητήσει. Το πρόβλημα είναι ότι η σημερινή συζήτηση δεν εξετάζει τα ζητήματα αυτά από ιστορική σκοπιά, αλλά, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα εντάσσει  στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αντιρωσικής στρατηγικής, την ίδια ώρα που αγνοεί το γεωπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έγιναν όλες αυτές οι επιλογές. Έτσι, η ύπαρξη μιας ζώνης ασφαλείας προς δυσμάς αποτελούσε παραδοσιακά κρίσιμης σημασίας στοιχείο της ρωσικής γεωστρατηγικής και, φυσικά, μόλις ο Στάλιν βρήκε την ευκαιρία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τη δημιούργησε. Δεν ήταν, δηλαδή, μια ενέργεια που έγινε στο πλαίσιο της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά μια ψυχρή γεωπολιτική απόφαση, την οποία θα την υλοποιούσε οποιοδήποτε καθεστώς.

Η δε απορρόφηση των βαλτικών δημοκρατιών αποτελούσε μέρος αυτής της προσπάθειας. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στον χάρτη για να δει που βρίσκεται το τότε Λένιγκραντ και σημερινή Αγία Πετρούπολη για να κατανοήσει τη γεωπολιτική λογική της επιλογής αυτής. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι βαλτικές δημοκρατίες αποτελούσαν μέρος της ρωσικής επικράτειας ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα και κέρδισαν τη σύντομη ανεξαρτησία τους μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Δηλαδή επί κομμουνισμού… Αν είχε διατηρηθεί το τσαρικό καθεστώς, πολύ δύσκολα θα επετύγχαναν κάτι τέτοιο, ενώ αν δεν είχε ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πιθανόν να μην είχαν απολέσει εκ νέου την εθνική  ανεξαρτησία τους. Και σίγουρα για το ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ευθύνη δε βαραίνει τη Ρωσία αλλά άλλο ευρωπαϊκό κράτος.

Πάνω στο δυτικό άρμα

Σε κάθε περίπτωση, είναι απλώς αδιέξοδο και άκρως αντιπαραγωγικό να ψάχνουμε για «καλούς» και για «κακούς» σήμερα στην Ευρώπη, με βάση τα πεπραγμένα του παρελθόντος. Η ταραχώδης ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου εξασφαλίζει ότι υπάρχει επαρκές υλικό για να δαιμονοποιήσουν σχεδόν όλοι όλους, αν πράγματι επενδύσουν σε αυτήν τη λογική.

Βέβαια, οι λαοί των βαλτικών χωρών είναι αξιοθαύμαστοι για τους αγώνες τους να κερδίσουν και να διατηρήσουν την εθνική  κυριαρχία τους έναντι του πανίσχυρου γείτονά τους. Το θέμα είναι αν η υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως η Ελλάδα θέλουν πράγματι τόσο πολύ να ταυτιστούν μαζί τους, επιλέγοντας μια απόλυτα εχθρική σχέση με τη Ρωσία. Αφήνοντας κατά μέρος θέματα ιδεολογίας, ιστορικής δικαίωσης, «καλών» και «κακών», θυτών και θυμάτων, το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι πολύ απλό: είναι πιο σημαντικό το Ταλίν από τη Μόσχα για την Ελλάδα; Και απ’ ότι φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πολιτικού και μιντιακού συστήματος και οι ηγετικές ελίτ της χώρας έχουν δώσει απάντηση. Γιατί δεν μπορεί όλο αυτό το μένος να έχει μόνο εσωτερικές πολιτικές στοχεύσεις. Δεν μπορεί να υπάρχει τόσο μεγάλη γεωπολιτική απαιδευσία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα που να μην κατανοεί ότι το ζήτημα αυτό ξεπερνά κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα και δεν εντάσσεται στην αντιπολιτευτική στρατηγική αλλά αποτελεί στρατηγική επιλογή της Ελλάδας όσον αφορά τις σχέσεις της με τη Μόσχα. Απορίας άξιον είναι δε πως με τόση άνεση έσπευσαν να ταυτιστούν με τις επιλογές αυτές, πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα που μέχρι χθες εμφανίζονταν ως θιασώτες της ενίσχυσης των ελληνορωσικών σχέσεων.

Κατά την άποψη του γράφοντος, και με κίνδυνο να ολισθήσει στη συνωμοσιολογία, όλο αυτό το θέμα ενδέχεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή κάποιων κύκλων ώστε να επιβάλλουν τον αντιρωσισμό στην ελληνική κοινωνία και να πακτώσουν την ελληνική γεωπολιτική λειτουργία πάνω στο δυτικό άρμα. Βλέποντας ότι η επικοινωνιακή στρατηγική περί «δικτάτορα» και «ομοφοβικού» Πούτιν, «μη δημοκρατικής» και «επιθετικής» Ρωσίας και όλα τα συναφή, δεν είχε το αντίκρισμα που ήθελαν στον ελληνικό λαό, επενδύουν τώρα στα «εγκλήματα του κομμουνισμού» και στους διωγμούς των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από τον Στάλιν, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός έμμεσου πλην ξεκάθαρου αντιρωσισμού υπό το προκάλυμμα του αντικομμουνισμού.

Νέα σύγκρουση στην Ευρώπη

Και εν πάση περιπτώσει, αν το ζήτημα ήταν μια εκ νέου επιβεβαίωση του δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν» με ορθολογικούς γεωστρατηγικά όρους, θα μπορούσε ίσως η επιλογή αυτή να γίνει κάπως κατανοητή. Το θέμα είναι σε ποια Δύση θέλουμε να ανήκουμε. Σε μια Δύση που θα κυριαρχείται από ψυχρές γεωπολιτικές αναγνώσεις και θα χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό ή σε μια φοβική και παράλογη Δύση έτοιμη να αυτοκαταστραφεί για να «σωθεί». Γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτός ο πολωτικός και άκαμπτος αντιρωσισμός αποτελεί στρατηγική επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών και δεν επιβάλλεται «από τα κάτω», από χώρες όπως η Εσθονία, σε συνεργασία φυσικά και με τα πιο φονταμενταλιστικά και ανορθολογικά τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου.

Άρα, λοιπόν, άντε να δεχθούμε την εκ νέου ολοκληρωτική υπαγωγή της Ελλάδας στην κυριαρχία των ΗΠΑ, στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους ρεαλιστικής ανάγνωσης της πραγματικότητας που έβαλε κάτω τα υπέρ και τα κατά για τη χώρας μας και έβγαλε κρίση. Είμαστε όμως όντως βέβαιοι ότι θέλουμε τη μετατροπή της Ελλάδας σε εξάρτημα της πολιτικής της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας; Και είμαστε πράγματι σίγουροι ότι θέλουμε να αποτελέσουμε μέρος αυτής της νέας γεωπολιτικής σύγκρουσης στην Ευρώπη; Γιατί αυτή η αντιπαράθεση θα είναι πάρα πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ότι στο παρελθόν.

Πιο συγκεκριμένα, αν πράγματι επιβληθεί αυτός ο οξύς αντιρωσισμός που επιδιώκουν οι βαλτικές δημοκρατίες, με σκοπό να εξασφαλίσουν ότι σε περίπτωση ρωσικής δράσης εναντίον τους θα υπάρξουν αρμαγεδδωνικές συνέπειες, όπως προαναφέρθηκε και πιο πάνω, τότε θα δημιουργηθεί μια κατάσταση πολύ πιο επικίνδυνη για τον πλανήτη από ότι ίσχυε ακόμη και στα πιο ζοφερά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το γιατί και πως συμβαίνει κάτι τέτοιο ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου, μπορούμε, ωστόσο, να πούμε ότι αποτελεί συνέπεια των νέων και πιο «ευέλικτων» πυρηνικών δογμάτων που ισχύουν σήμερα σε σχέση με την ψυχροπολεμική εποχή, της πολύ πιο εύθραυστης γεωγραφίας ισχύος που έχει δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Κομβικό κομμάτι της οποίας είναι η ίδια η αντίληψη από πλευράς της Μόσχας των βαλτικών δημοκρατιών ως επιθετικού προγεφυρώματος της Δύσης μέσα στο ζωτικό χώρο της Ρωσίας, οι μεθοδολογίες του υβριδικού πολέμου, που «θολώνουν» τα όρια μεταξύ ειρήνης και πολέμου και συνεπακόλουθα δημιουργούν επικίνδυνες ασάφειες και για τη λειτουργία της πυρηνικής αποτροπής και μια σειράς άλλων αιτίων.

Άρα λοιπόν, η αντιρωσική στρατηγική επιλογή που διαμορφώνεται σήμερα, στο όνομα του αντικομμουνισμού, από πλευράς των ελληνικών ελίτ – δυστυχώς και από μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, που μέχρι χθες φωνασκούσε υπέρ του Πούτιν – μπορεί να συμπυκνωθεί στην ακόλουθη φράση: Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, να διακινδυνεύσουμε να θυσιάσουμε την Αθήνα για να σώσουμε το Ταλίν;

Αν πράγματι έχουμε απαντήσει θετικά σε αυτήν την ερώτηση τότε όντως μπορούμε να συνεχίσουμε χαρούμενοι να προβάλουμε τα «εγκλήματα του κομμουνισμού», καθώς και την «ομοφοβία» του Πούτιν και όλα τα συναφή και να μηδενίσουμε τις ελληνορωσικές σχέσεις. Αν όχι, τότε θα πρέπει να μη συμμετάσχουμε στη μετατροπή των εγκλημάτων και των αδικιών του παρελθόντος σε εργαλεία διαμόρφωσης μιας επικίνδυνης και αδιέξοδης γεωπολιτικής πραγματικότητας για ολόκληρη την Ευρώπη και για την Ελλάδα ειδικότερα.

(*) Ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη  Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου ΑθΗΝΩΝ.

Πηγή : ΕΠΙΚΑΙΡΑ