Των Κωνσταντίνου Γάτσιου και Δημήτρη Α. Ιωάννου*
Το χρέος θα ήταν ευκταίο να μειωθεί περαιτέρω –έχουμε γράψει γι’ αυτό. Ακόμη, όμως, και αν δεν μειωνόταν, βασικός παράγοντας για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία που θα τη θέσει σε ευσταθή μακροχρόνια τροχιά ανάπτυξης βελτιώνοντας τη ζωή των Ελλήνων, είναι η δυνατότητα, αλλά και η διάθεση, εξυπηρέτησής του (πληρωμής, δηλαδή, των τόκων).
Και όμως. Αυτή η απλή αλήθεια δε φαίνεται να γίνεται αποδεκτή από τη συλλογική μας συνείδηση. Ως κοινωνία, αρνούμαστε να βρούμε έναν τρόπο να πληρώνουμε τους (σχετικά λίγους) τόκους του (τεράστιου, αλλά και «ρυθμισμένου») χρέους μας, ώστε να μη βρισκόμαστε συνεχώς στο χείλος του γκρεμού και στην αβεβαιότητα.
Μόνο που, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σε όλες τις εποχές, από την κοινωνία των Σουμερίων και την προκλασική Αθήνα μέχρι τη σημερινή αγροτική Ινδία, η μοίρα όσων δεν μπορούν, ή δε θέλουν, να εξυπηρετήσουν το δάνειο που συνήψαν είναι μία: ο εξανδραποδισμός.
Εξανδραποδισμός ο οποίος με χίλιους τρόπους, πλην όμως ανεπαισθήτως, μας περικυκλώνει και εμάς σήμερα, από παντού. Ξεκινώντας από το ότι όσο συνεχίζεται η αβεβαιότητα κανείς δε θα επιστρέψει τα χρήματά του στις τράπεζες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα του βορείου ημισφαιρίου χωρίς πιστωτικό σύστημα, και φθάνοντας έως το ότι η συνέχιση της οικονομικής περιδίνησης οδηγεί αντικειμενικά και στην απώλεια της δυνατότητας να υπερασπιζόμαστε την ακεραιότητα της χώρας.
Και ποιός είναι άραγε ο λόγος που προτιμούμε τον επελαύνοντα εξανδραποδισμό μας από όσα «εξοργιστικά» μας λένε οι «δανειστές»; Είναι, δυστυχώς, πως για δεκαετίες ολόκληρες ξεχάσαμε να είμαστε καινοτόμοι και δημιουργικοί, αλλά και να εντοπίζουμε και να χειριζόμαστε τα προβλήματά μας. Γι’ αυτό θεωρούμε αδιανόητο και απεχθές να μας ζητείται να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι το έργο της σωτηρίας μας.
Ο πυρήνας της σημερινής κρίσης είναι ακριβώς αυτό: η τραγική συλλογική αδυναμία της κοινωνίας μας πρώτα να αντιληφθεί και στη συνέχεια να επιλύσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Έχοντας μάθει να ζει με αυταπάτες και παραισθήσεις, περιμένοντας πάντοτε την λύση «απ’ έξω», από «τους ξένους» –τους οποίους, εν τούτοις, αντιπαθεί–, αρνείται να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα.
Υιοθετεί, αντιθέτως, μία νηπιακού τύπου συμπεριφορά, αναπτύσσοντας παράλογες θεωρίες συνομωσίας και αναζητώντας ενόχους και υπαιτίους οπουδήποτε αλλού εκτός από τα ίδια της τα λάθη. Και, φυσικά, επιλέγει διαδοχικά ως πολιτικούς εκπροσώπους εκείνους οι οποίοι, ακόμη και όταν βρισκόμαστε με το ένα πόδι στον τάφο, δε διστάζουν να καλλιεργούν αυταπάτες και παραισθήσεις, υποσχόμενοι ανώδυνες λύσεις. Διότι οι πολιτικοί δεν «αυταπατώνται» ποτέ. Απλά δημαγωγούν.
Περίπτωση δημαγωγικής «αυταπάτης» δεν είναι μόνο η προσφάτως ομολογηθείσα στη Βουλή από τα πρωθυπουργικά χείλη. Είναι και η στάση τής αντιπολίτευσης αναφορικά με τα καταστροφικά κυβερνητικά μέτρα φορολογικής επιδρομής εναντίον της οικονομίας όπου, με τη σειρά της, αντί να πει την αλήθεια, προσφεύγει και αυτή, εκ νέου, στην εύκολη δημαγωγία.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, αίφνης, αντί να εξηγήσει με απλά λόγια το αδήριτο δίλλημα «αύξηση φόρων ή μείωση δαπανών» και να τοποθετηθεί ευθέως επ’ αυτού, ανακαλύπτει ξανά, πέντε χρόνια μετά τα «Ζάππεια», ανώδυνες «έξυπνες» λύσεις.
Μόνο που, ειδικά για το συγκεκριμένο κόμμα, οι «έξυπνες» λύσεις θα πρέπει να αποτελούν το τρίτο, τουλάχιστον, κεφάλαιο στο βιβλίο του με τις απαντήσεις στα προβλήματα που συνθέτουν την εθνική μας τραγωδία. Είναι αναγκαίο να προηγούνται δύο άλλα, πολύ πιο κρίσιμα, κεφάλαια.
Πρώτο θα πρέπει να είναι το κεφάλαιο της ειλικρινούς μεταμέλειας, όπου θα αποδέχεται ευθαρσώς τις απαράγραπτες ευθύνες του για τον οριστικό και πλήρη εκτροχιασμό της χώρας την περίοδο 2004-2009 και θα ζητά συγνώμη. (Έτσι θα απελευθερωθεί και από την ιδιότυπη «προστασία» που του προσφέρεται για εκείνη την περίοδο από τους κυβερνώντες).
Δεύτερο θα πρέπει να είναι το κεφάλαιο που θα εξηγεί καθαρά στο λαό ότι οι «έξυπνες» και ανώδυνες λύσεις είναι πολύ καλές μεν, δεν επαρκούν δε. Πιο σημαντικές και απολύτως απαραίτητες είναι, δυστυχώς, οι «αιματηρές», οδυνηρές, αλλά και αναπόδραστες λύσεις, που απαιτούν προσαρμογή μισθών και συντάξεων στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, απελευθέρωση των αγορών, μεταρρύθμιση του Δημοσίου, αντιμετώπιση της ανεργίας ως μέγιστης κοινωνικής αδικίας –όλα εκείνα που θα μετασχημάτιζαν ριζικά τον τρόπο που έως σήμερα ζει, λογίζεται και ενεργεί η ελληνική κοινωνία. Όλα εκείνα, δηλαδή, που θα πρέπει να γίνουν τώρα με σχέδιο, για να μη γίνουν, αναπόφευκτα, αύριο λόγω κατάρρευσης.
Είναι λάθος να νομίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, και κάθε κόμμα τής αντιπολίτευσης, ότι η χώρα είναι κάτι σαν μια ΠΑΕ σε κρίση που μπορούν να την αφήσουν να χρεοκοπήσει, να υποβιβασθεί στην τρίτη κατηγορία και μετά να την αναλάβουν προσφέροντας πενταροδεκάρες (δηλαδή «έξυπνες» λύσεις), για να απολαύσουν την Ηροστράτεια δόξα του σωτήρα πάνω στα αποκαΐδια της.
Δυστυχώς, η ζωή δεν είναι παιγνίδι και η χώρα δεν είναι ΠΑΕ. Αν ο κοινωνικο-οικονομικός της ιστός καταρρεύσει, τότε δε θα υπάρχει καμία δυνατότητα επιστροφής, ούτε καν στη «μνημονιακή» πραγματικότητα.
Υπό τις συνθήκες που περιβάλλουν σήμερα τη χώρα, εάν δε γίνουν οι σωστές κινήσεις, αυτή δε θα οδηγηθεί απλά σε έναν προσωρινό υποβιβασμό σε κατώτερη κατηγορία, αλλά στην καταστροφή. Ο δρόμος προς τον εξανδραποδισμό είναι πολύ πιο σύντομος από ό,τι πιστεύουν όσοι καλλιέργησαν και καλλιεργούν παλιές και νέες «αυταπάτες».
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής οικονομικών και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Ανατέμνοντας την Κρίση» (Εκδόσεις Παπαζήση).