Tου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το να βρεθεί ένας άπειρος και ανεπαρκούς μορφώσεως άνθρωπος από τις έδρες του λαϊκισμού στα ευρωπαϊκά σαλόνια των διαπραγματεύσεων είναι μία εξαντλητική υπόθεση. Γίνεται δε εξοντωτική όταν κάποιος αγνοεί τεράστια κομμάτια κανόνων και όρων που οριοθετούν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι διάφορες πτυχές τους γίνονται αντικείμενο διαπραγματεύσεων.

Υπό αυτή την έννοια, σε μία διαπραγμάτευση κρίσιμη είναι και η ίδια η συγκρότηση του βασικού υπευθύνου, καθώς και η όλη πορεία του στην ζωή που τον οδήγησε να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Είναι αυτονόητο ότι, στις περιπτώσεις αυτές, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο της θεωρητικής υποδομής του υπεύθυνου μίας διαπραγματεύσεως τόσο καλύτερα καταλαβαίνει και χειρίζεται το πλήθος των παραμέτρων οι οποίες συνιστούν τελικά την σύγχρονη πραγματικότητα. Η τελευταία δε, στις μέρες μας υπακούει σαφέστατα στις αρχές της πολυπλοκότητος, οι οποίες, με την σειρά τους, κάνουν απαραίτητη την ανάγκη μίας πολυσύνθετης κριτικής σκέψεως.

Πολύ φοβούμεθα ότι, στην περίπτωση της ελληνικής εκπροσωπήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις απέχουν αισθητά τού να είναι οι καλύτερες δυνατές για την Ελλάδα. Αίσθησή μας είναι ότι η χώρα βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων μέρα με την ημέρα και είναι πολύ πιθανόν η θέση της αυτή να επιδεινωθεί τις εβδομάδες που ακολουθούν.

Όταν τα γεγονότα τρέχουν, κερδισμένοι βγαίνουν αυτοί που μπορούν να καταλάβουν καλυτέρα τι συμβαίνει και έχουν τα απαραίτητα εφόδια για τον σκοπό αυτόν.

Ακόμα χειρότερα, η εμφάνιση του πρωθυπουργού της χώρας, αλλά και αυτή κορυφαίων υπουργών του, σε διάφορα Συμβούλια Αρχηγών Κρατών και Συμβούλια Υπουργών, από αισθητικής πλευράς, κάθε άλλο παρά τιμή περιποιεί για την Ελλάδα. Σίγουρα δε, στα μάτια τρίτων –πλην, βεβαίως, των ιζημάτων που κοσμούν τα Εξάρχεια– είναι υποτιμητική για την χώρα και το γενικότερο  κύρος της.  Είναι ξεκάθαρο έτσι ότι η σημερινή παρακμή της Ελλάδος, πέρα από το εντυπωσιακό θεσμικό της υπόβαθρο, αποκτά και αισθητικό χαρακτήρα –φαινόμενο που σίγουρα θα καταγράψουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, αν βέβαια θα διαθέτει τέτοιους η χώρα.

Κατά τα άλλα, η Ελλάδα του 2016, μετά την τραγωδία που βίωσε το 2015 εισέρχεται οριστικά, ως φαίνεται, στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ιστορίας και εναπόκειται να δούμε πότε θα αποβληθεί από αυτήν. Ήδη, μετά τις βαρουφάκειες διαπραγματεύσεις το 2015, η χώρα ουσιαστικά βρίσκεται εκτός ευρωζώνης και διαπραγματεύεται την μέσω δανεισμού επιβίωσή της, καταστρέφοντας όμως την σπονδυλική της στήλη που είναι η μεσαία τάξη της.

Η φτωχοποίηση της τελευταίας προς όφελος της δικτατορίας των «κολλητών» που έχει προωθήσει η κυβέρνηση, εξαρθρώνει πλήρως τον παραγωγικό ιστό της χώρας και εξ αυτού του γεγονότος μύρια άλλα δεινά έπονται.

Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της «ηλιοθεραπείας» των προσφύγων που εγκαινίασε η κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου, κατέληξε στο να αυτοκαταργηθεί η χώρα ως σύνορο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με το τελευταίο να μεταφέρεται πλέον στην Τουρκία και στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ).

Όπως προκύπτει από τις τελευταίες ευρωπαϊκές αποφάσεις για το προσφυγικό, η χώρα τίθεται πλέον στο περιθώριο, δεν συνδιαμορφώνει πολιτικές, αλλά απλώς δηλώνει έτοιμη να δεχθεί βοήθεια και στήριξη για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού –του σημαντικότερου που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στην μεταπολεμική περίοδο.

Από την πλευρά της η Τουρκία, που πολλά οφείλει στην κυβέρνηση της «πρώτης φοράς», έχει το πάνω χέρι στην περιοχή μας. Ζητά δεκάδες δισεκατομμύρια για να αναλάβει δράση και να τηρήσει τις δικές της υποχρεώσεις, ανατρέπει συσχετισμούς δυνάμεων και δεδομένα –άγνωστον δε τί παραπάνω θα διεκδικήσει αύριο.

Και γιατί να μην το κάνει, όταν απέναντί της έχει μία χώρα που διέλυσε την οικονομία της, εξοντώνει την παιδεία και το πολιτιστικό της υπόβαθρο, υπονομεύει την κοινωνική της συνοχή και αρνείται να παρακολουθήσει την πραγματικότητα;

Υπό παρόμοιες συνθήκες, μία ελπίδα για την Ελλάδα είναι η αξιολόγηση, που θα της επιτρέψει την περαιτέρω επαιτεία. Μέγιστο επίτευγμα, από τους θλιβερούς ανθρώπους της παρακμής και του περιθωρίου… Αλλά και για τον λαό που τους επέλεξε