Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Από μια άποψη τα σκληρά μέτρα που υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ «χωνεύονται» ευκολότερα από την κοινή γνώμη, απ’ ότι θα συνέβαινε αν τολμούσε να τα υλοποιήσει στο παρελθόν μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Κι αυτό, γιατί στις κινητοποιήσεις η Αριστερά είναι μανούλα, κάτι που δεν συμβαίνει με τον χώρο της Κεντροδεξιάς. Τώρα στο κατά πόσον τα μέτρα αυτά είναι κατά τι ή πολύ βαρύτερα απ ότι θα ήταν τα αντίστοιχα προ δύο ετών, υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις.
Η πλευρά της σημερινής αντιπολίτευσης υποστηρίζει ότι είναι υπέρβαρα και πλήττουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδημάτα στρώματα, κυρίως μέσω των έμμεσων φόρων, με την πλήρη αφαίμαξη των ελευθέρων επαγγελματιών, ενώ η κυβερνητική υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα υπήρξε προϊόν σκληρής διαπραγμάτευσης, κάτι που δεν έκαναν οι προηγούμενοι.
Το πολιτικό προσωπικό τους χώρας έχει μάθει να διαφωνεί ακόμη και στους αριθμούς. Άλλα στοιχεία παρουσιάζει ή μια πλευρά και άλλα η άλλη. Η δημιουργική λογιστική έχει περάσει και την πολιτική αντιπαράθεση. Όμως είτε το θέλουμε είτε όχι, μια και το αποτέλεσμα μετράει, όλοι θα πληρώσουμε έμμεσα ή άμεσα, μια και η περαιτέρω αφαίμαξη είναι γεγονός. Στο ερώτημα αν πιάσαμε πάτο, αν αυτή είναι η τελευταία βουτιά των εισοδημάτων μας προς τα κάτω, η απάντηση είναι θετική από την κυβέρνηση και αρνητική από την αντιπολίτευση.
Ένα είναι βέβαιο, ότι με την συμφωνία θα εισρεύσουν κάποιες δεκάδες δις στα Ταμεία του Κράτους, από την δόση των 11 δις, την επιστροφή των τόκων μέσω ΕΚΤ, άλλα 10 δις, αλλά και τα 20 δις του νέου ΕΣΠΑ καθώς και άλλα τόσα για τους Αγρότες.
Το πώς θα τα διαχειριστεί η κυβέρνηση, είναι το ζητούμενο, μια και στο παρελθόν είχε εισρεύσει πακτωλός χρημάτων, τα οποία απέδωσαν στην κοινωνία πολύ ολιγότερα απ όσα μπορούσαν να αποδώσουν.
Για να φτάσει η χώρα στο δια ταύτα, που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη, που θα αποδώσει θέσεις εργασίας, άρα και μείωση της ανεργίας, χρειάζεται να συνυπάρξουν αρμονικά παράλληλες επενδύσεις, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα.
Οι κυβερνήσεις έχουν διαχρονικά κατασπαταλήσει το δημόσιο χρήμα, που προέρχεται από την φορολογία, καθώς και αυτό που προέρχεται από κοινοτικούς πόρους, χωρίς αυτό να αποδώσει την αναμενόμενη υπεραξία.
Από τη μια η κομματικοκρατία και το πελατειακό κράτος, και από την άλλη τα κάθε λογής λαμόγια εντός και εκτός του δημόσιου τομέα, κατασπάραξαν τον πάσης μορφής εθνικό πλούτο της χώρας.
Το σημερινό δίδυμο της συγκυβέρνησης μπορεί από το βήμα της Βουλής κάθε τόσο να επικαλείται την διαφθορά και την διαπλοκή που θα πατάξει, όμως για την ώρα οι πολίτες αυτής της χώρας δεν έχουν δει χειροπιαστά αποτελέσματα τόσο στους τομείς της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, όσο και σε αυτόν του ελέγχου του «πόθεν έσχες» των χρημάτων που κυκλοφορούν στις διάφορες λίστες.
Το γεγονός ότι δυστυχώς όλες οι κυβερνήσεις έχουν αλλεργία σε οτιδήποτε αφορά μειώσεις στο δημόσιο, που δεν είναι κατ ανάγκη μειώσεις προσωπικού και αμοιβών, δείχνει την ανεπάρκεια διαχρονικά του πολιτικού προσωπικού στο ρόλο του συνετού διαχειριστή των δημοσίων οικονομικών.
Αρκούν μερικά παραδείγματα για να δει κανείς την εγκληματική ανευθυνότητα διαχρονικά όσων άσκησαν εκτελεστική εξουσία.
Ξεκινάμε από τα ακίνητα του δημοσίου, για να φτάσουμε στις προμήθειες. Το κράτος έχει στην κατοχή του πάνω από 80.000 ακίνητα. Αντί αυτά να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες στέγασης των δημοσίων υπηρεσιών, νοικιάζει χιλιάδες ακίνητα με αποτέλεσμα να καταβάλει δεκάδες εκατομμύρια σε τρίτους κάθε χρόνο.
Είναι γνωστό ότι έχει νοικιάσει με 220.000 ευρώ το μήνα, και έχουμε πληρώσει για μετασκευές τα μαλλιά της κεφαλής μας, το κτίριο του Κεράνη στο Ρέντη με σκοπό να μετακινηθούν υπουργεία. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει, με αποτέλεσμα να πληρώνει το κράτος ενοίκιο για ένα κτίριο, που παραμένει εδώ και χρόνια, κενό.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με το κτίριο των Ολυμπιακών Αγώνων στους Θρακομακεδόνες, που μετασκευάστηκε για να στεγάσει το υπουργείο Εργασίας. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, επειδή οι υπάλληλοι αρνήθηκαν να μετακινηθούν, μια και προτίμησαν να παραμείνουν στο κέντρο, όπου η έξοδος για καφέ και ψώνια ήταν εύκολη υπόθεση.
Για να μην πούμε για τις πωλήσεις είκοσι και πλέον κυβερνητικών κτιρίων στην εποχή ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με την υποχρέωση να παραμείνουν σε αυτά οι υπηρεσίες για κάποιες δεκαετίες, πληρώνοντας ένα όχι ευκαταφρόνητο ενοίκιο.
Αλλά και στις προμήθειες, όπου η μίζα έχει εξελιχθεί σε εθνικό σπορ δεν υπάρχει καμιάς μορφής νοικοκύρεμα με σκοπό την μείωση των καταβαλλομένων χρημάτων.
Παράλληλα μια σοβαρή αναδιοργάνωση του κράτους, μπορεί να αποδώσει οφέλη και να μειώσει συνολικά το κόστος της λειτουργίας του κράτους.
Το θέμα είναι πότε θα γίνει κατανοητό, ότι το κράτος λειτουργεί προς όφελος των πολιτών και όχι για να βολεύει με αφάνταστα καλύτερους όρους εργασίας, τους εκάστοτε «ημέτερους» των κομμάτων.
Αν δεν αλλάξει αυτή η στρεβλή νοοτροπία, τότε καλύτερες μέρες δεν πρόκειται να φανούν. Εκτός αν η κοινωνία μας ικανοποιείται και χορταίνει από τις εκάστοτε παχυλές υποσχέσεις…