Τα Βαλκάνια, μία από τις πιο ευαίσθητες γεωπολιτικά περιοχές του κόσμου, αποτελούν σημείο αναφοράς για τις γεωπολιτικές εξελίξεις παγκοσμίως. Σήμερα τα Βαλκάνια δοκιμάζονται για άλλη μια φορά από κρίση, αυτή των προσφύγων. Ενώ η περιοχή εδώ και δύο δεκαετίες είχε μπει στην τροχιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της Σένγκεν, ξαφνικά το προσφυγικό φαίνεται να αλλάζει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των χωρών της βαλκανικής. Με την Τουρκία να ελέγχει πλημμελώς το δίκτυο λαθροδιακίνησης εντός των εδαφών της και λόγω της αυστριακής εξωτερικής πολιτικής καθώς και της ομάδας χωρών του Βίζεγκραντ περί κλειστών συνόρων η πλειονότητα των βαλκανικών χωρών έχουν κλείσει τα σύνορά τους, απομονώνοντας την Ελλάδα (η οποία διατηρεί ανοικτά τα σύνορά της) από την ηπειρωτικό κορμό της χερσονήσου και της Ευρώπης, αφήνοντας προς το παρόν ως μόνη οδό επικοινωνίας για την Αθήνα την θαλάσσια σύνδεση με την Ιταλία η οποία προς το παρόν παραμένει ανοιχτή. Η εν λόγω κατάσταση έχει φέρει την Ελλάδα στα πρόθυρα κατάστασης έκτατης ανάγκης με τον ελληνικό λαό να φέρεται πολιτισμένα στους πρόσφυγες, ενθυμούμενος την δική του προσφυγιά.
Η συλλογική μνήμη των εθνών είναι η βάση της ύπαρξης του πολιτισμού τους και καθοριστικός παράγοντας της συμπεριφοράς τους. Όσο πιο αρχαίο ένα έθνος, τόσο μεγαλύτερο το ιστορικό βάθος και η συλλογική του μνήμη. Η Ελλάδα και η Αλβανία είναι τα δύο αρχαιότερα έθνη της βαλκανικής και διαθέτουν ισχυρή συλλογική μνήμη. Σε αυτή την μνήμη είναι νωπή η ανάμνηση της προσφυγιάς και στις δύο χώρες. Οι Έλληνες σήμερα ενθυμούμενοι την μεγάλη προσφυγιά του 1922 αλλά και τα υπόλοιπα ελληνικά προσφυγικά ρεύματα του 19ου και του 20ου αι. δείχνουν κατανόηση στο προσφυγικό ζήτημα και περιβάλλουν τους πρόσφυγες με πνεύμα φιλοξενίας σήμερα παρά την οξύτατη οικονομική κρίση και την αντι-ευρωπαϊκή στάση της υπόλοιπης Ευρώπης.
Από την πλευρά τους οι Αλβανοί επίσης διατηρούν άσβεστη την μνήμη της πρόσφατης προσφυγιάς τους, κυρίως στην Ελλάδα και την Ιταλία μετά την πτώση του Κομμουνισμού πριν από 25 χρόνια. Ενθυμούνται τις σκληρές σκηνές της 7ης-8ης Αυγούστου 1991 στο λιμάνι του Δυρραχίου όπου συνωστίζονταν απελπισμένοι Αλβανοί σαν τσαμπιά από σταφύλια στα πλοία «Αώος» κλπ. για να περάσουν στην Ιταλία. Ενθυμούνται ακόμη καλύτερα πως τους υποδέχθηκαν οι Ιταλοί καραμπινιέρι στο Μπάρι, τους 12 νεκρούς Αλβανούς από τους ιταλικούς πυροβολισμούς αλλά και το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς έπεφταν στην θάλασσα από τα πλοία που τους μετέφεραν. Αντίθετα ενθυμούνται ότι η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορα της με τους Έλληνες χωρικούς της Ηπείρου να τους υποδέχονται με πνεύμα φιλόξενο δίνοντας τροφή, νερό και στέγη στην Θεσπρωτία και τα Πωγωνοχώρια της νοτίου Ηπείρου, παρέχοντας τους στέγη και τα απαραίτητα για να προχωρήσουν νοτιότερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η Ελλάδα τους έδωσε εργασία για να φτιάξουν την ζωή τους και εκείνοι βοήθησαν την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί περεταίρω. Σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης διαβιούν εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανών οι οποίοι φέρουν στην Αλβανία το υπερπολύτιμο για την αλβανική οικονομία συνάλλαγμα. Οι Έλληνες έπραξαν τότε αυτό που πράττουν και σήμερα. Η αλβανική κυβέρνηση όμως τι κάνει;
Ενώ αυτή την μνήμη την διατηρούν αναμφίβολα ο μέσος Αλβανός, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα φαίνεται να το έχει λησμονήσει και προχωρεί στο γραφειοκρατικό κλείσιμο των συνόρων με την Ελλάδα αρνούμενος θεωρητικά να δεχθεί τους πρόσφυγες που συνωστίζονται στο ελληνικό έδαφος.
Φαίνεται ότι ο κ. Ράμα δεν ακούει τους βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματός του, μόνο μη σοσιαλιστικά φερόμενος και δίνοντας επιχειρήματα στους εσωκομματικούς αντιπάλους να τον αμφισβητούν, επειδή ξέρουν ότι ο αλβανικός λαός σκέφτεται διαφορετικά από τον ίδιο. Το κυριότερο είναι ότι ο κ. Ράμα αντί να συνεργαστεί πρώτα με την γειτονική Ελλάδα επί ίσοις όροις προτιμά να συνεργάζεται με την Ιταλία και να δέχεται στο αλβανικό έδαφος αυτούς που κάποτε πυροβολούσαν τους Αλβανούς στο Μπάρι, ξεχνώντας τα γεγονότα του 1991 και αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ανεπάρκεια της Αλβανίας να διαχειρισθεί την ασφάλεια της από μόνη της.
Οι δύο λαοί έχουν στείλει το μήνυμα στον κ. Ράμα. Οι κάτοικοι της Κόνιτσας και του Πωγωνίου συνόψισαν το μήνυμα της ηθικής υποχρέωσης της Αλβανίας να φερθεί αμοιβαία στην Ελλάδα και να ανοίξει τα σύνορα. Είναι αλήθεια ότι η αμοιβαιότητα αυτή δεν είναι πλήρης σε αναλογία με το τότε, διότι σήμερα οι πρόσφυγες προς την Αλβανία δεν είναι Έλληνες. Ωστόσο η αμοιβαιότητα υπάρχει σε επίπεδο κρίσης κοινωνικής ειρήνης και κρατικής ασφάλειας της Ελλάδας.
Αντί να κλείνει λοιπόν τα σύνορα ο κ. Ράμα θα πρέπει να κατανοήσει ότι η άνοιξη έφτασε, τα χιόνια λιώνουν και τα ορεινά περάσματα ανοίγουν. Μαζί με τους χειμάρρους από τα βουνά θα ξεχυθούν στην Αλβανία και οι πρόσφυγες που κινούνται προς βορρά. Και δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τους σταματήσει στα ψηλά βουνά της Ηπείρου. Αντί να στηρίζεται σε Ιταλούς αστυνομικούς καλύτερα είναι δεχθεί την τεχνογνωσία της Ελλάδας σε επίπεδο διαχείρισης κέντρων υποδοχής προσφύγων. Μαζί με την Αθήνα θα είναι σε θέση να ελέγξουν τις προσφυγικές ροές καλύτερα.
Σήμερα με την Ελλάδα πλήρως απομονωμένη, χωρίς να το αξίζει σε καμία περίπτωση, οι εξελίξεις καλούν την αλβανική κυβέρνηση να πράξουν επί ηθικής βάσης στην συνεργασία με την Αθήνα για το προσφυγικό και να ανταποκριθούν στο ανθρωπιστικό κάλεσμα προστασίας των προσφύγων.
Το επίπεδο ενός πολιτισμού δεν μετριέται ούτε με την τεχνολογία ούτε με το υψηλό βιοτικό επίπεδο αλλά με τον υψηλό βαθμό φιλοξενίας. Τα οφέλη για την Αλβανία θα είναι περισσότερα και μακροπρόθεσμα αν συνταχθεί με την Ελλάδα παρά αν δεχθεί τα πρόσκαιρα ανταλλάγματα που της έχουν τάξει οι βόρειοι. Από την γενναιόδωρη στάση της Ελλάδας και της Αλβανίας στους μετανάστες εκπορεύονται οι όποιες ελπίδες για την διατήρηση της Ενωμένης Ευρώπης.
Στους σημερινούς πρόσφυγες καθρεφτίζονται οι προσφυγικές μνήμες Ελλήνων και Αλβανών. Και οι δύο λαοί έχουν μπέσα. Τώρα στο πρόσωπο του κ. Ράμα η Αλβανία καλείται να δώσει μπέσα στην Ελλάδα. Αν ο κ. Ράμα αρνηθεί να θυμηθεί, τότε θα ξεχαστεί από τον ίδιο το λαό του.
* Ο Δρ. Ευάγγελος Βενέτης είναι υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής – ΕΛΙΑΜΕΠ
Πηγή : ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ