Από τις προτάσεις που διατύπωσε προ ημερών ο πρωθυπουργός για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αποκαλυπτικότερες για τις βαθύτερες αντιλήψεις του είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτές που αναφέρονται στον θεσμό του δημοψηφίσματος.
Ο κ. Τσίπρας πρότεινε την καθιέρωση, ούτε λίγο ούτε πολύ, τεσσάρων τύπων δημοψηφίσματος:
Πρώτα απ’ όλα, για την κύρωση «οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους», σε διεθνείς (προφανώς) οργανισμούς. Δηλαδή, για κάθε περαιτέρω ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή ακόμη και του Δικαστηρίου της Ε.Ε. θα χρειάζεται το «ναι» του λαού σε δημοψήφισμα.
Δεύτερον, για την επίλυση «εθνικών θεμάτων», με πρωτοβουλία 500.000 πολιτών.
Τρίτον, για την κατάργηση ψηφισμένου νόμου (εξαιρουμένων των δημοσιονομικών), με πρωτοβουλία αυτή τη φορά ενός εκατομμυρίου πολιτών.
Τέταρτον, για την υιοθέτηση νέου νόμου, για οποιοδήποτε (;) θέμα, χωρίς μεσολάβηση της Βουλής, επίσης με πρωτοβουλία ενός εκατομμυρίου πολιτών.
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω προτάσεων; Η ενίσχυση –όπως λέγεται– της άμεσης δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, «είναι καιρός να αφήσουμε στην άκρη τον φόβο απέναντι στη λαϊκή κρίση και να εμπιστευτούμε τη δημοκρατία […], να εμπιστευτούμε πραγματικά τον λαό».
Η θέση αυτή παίρνει τις πραγματικές της διαστάσεις αν τη δει κανείς με φόντο την κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στα μνημόνια, όπως υποστηρίζεται, φθάσαμε διότι στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων επικράτησαν οι τεχνοκράτες και η «αποστειρωμένη» αντίληψη της πολιτικής που αυτοί εξέφραζαν. Ετσι αποξενώθηκαν οι λαοί από την πολιτική και εξεγέρθηκαν (και όχι γιατί εξέλεξαν και εμπιστεύθηκαν κακούς ηγέτες). Οπως υπογράμμιζε προ ημερών από τις στήλες της «Αυγής» συνάδελφος πανεπιστημιακός, η επίκληση του παραδείγματος του Τάσου Γιαννίτση, «ενός “τεχνοκράτη” που διείδε την ορθή κατεύθυνση, αλλά προσέκρουσε σε αδιαπέραστα τείχη συμφερόντων», απεικονίζει γλαφυρά την καταδικαστέα αυτή αντίληψη.
Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που το 1986 κατηγορούσαν ως προδότη τον Λεωνίδα Κύρκο για υποστολή των κομμουνιστικών συμβόλων, και το 1996 εναντιώνονταν λυσσαλέα στον «εκσυγχρονισμό» του Κώστα Σημίτη, υποστηρίζοντας τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Και όλα αυτά στο όνομα της γνήσιας «λαϊκής ψυχής» και των αληθινών «λαϊκών συμφερόντων».
Να πρόκειται άραγε για μιαν ακόμη εκδήλωση του τόσο δημοφιλούς στη χώρα μας –και ψηφοθηρικά αποδοτικού– αντιελιτισμού; Δεν το πιστεύω. Δεν έχουμε απλώς να κάνουμε με μια σύγχρονη εκδοχή του δηλιγιαννισμού, αλλά για αμφισβήτηση της πεμπτουσίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Τους τελευταίους, από «αντικαπιταλιστική» ιδεοληψία, πνευματική νωχέλεια ή και αδυναμία να ξεκολλήσουν από τα συνθήματα των νιάτων τους, πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ συστηματικά απαξιώνουν, ταυτίζοντάς τους με τη φαυλότητα και τη διαφθορά.
Λησμονούν εν τούτοις ότι, ως «τέκνο» της νεωτερικότητας, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι απλώς μια τεχνική, που ο διαφωτισμός ανακάλυψε ως απάντηση στην απόλυτη μοναρχία και τον αυταρχισμό. Εκλέγοντας τους αντιπροσώπους μας, δεν ψηφίζουμε μόνον κόμματα. Εκφράζουμε και την εμπιστοσύνη μας προς συγκεκριμένα άτομα, προς τις ικανότητες και την ηθική τους υπόσταση, για να διαβουλευθούν με εκείνους με τους οποίους διαφωνούμε. Και τούτο, με την ελπίδα ότι θα βρεθεί στο κοινοβούλιο η βέλτιστη δυνατή λύση σε προβλήματα που, όταν ψηφίζαμε, πολύ συχνά δεν φανταζόμασταν καν ότι θα προκύψουν.
Το μεγαλείο, με άλλα λόγια, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είναι ότι αποτελεί εναλλακτική λύση σε μιαν ουτοπική στις μέρες μας Εκκλησία του Δήμου, όπου όλοι οι πολίτες θα συζητούσαν και θα αποφάσιζαν τάχα σε καθημερινή βάση για τα κοινά. Βρίσκεται, αντίθετα, στο ότι είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει τη λήψη αποφάσεων χωρίς παρορμήσεις, ύστερα από διαβούλευση, σε δυσεπίλυτα προβλήματα, ελάχιστα από τα οποία μπορούν να αντιμετωπισθούν στη λογική του μαύρου και του άσπρου.
Το αμείλικτο μάθημα της Ιστορίας είναι ότι η εναλλακτική λύση στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι η άμεση. Είναι η άβυσσος και ο ζόφος της χειρότερης δικτατορίας. Ας το καταλάβουν επιτέλους κάποιοι αμετανόητοι ρομαντικοί της επανάστασης και στον τόπο μας.
Πιστεύει, αλήθεια, ο κ. Τσίπρας, ότι στη σημερινή Ελλάδα, θα μπορούσε ποτέ με δημοψήφισμα να καταργηθεί η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ή να καθιερωθεί το σύμφωνο συμβίωσης; Θα μπορούσαν να λυθούν με ένα «ναι» ή ένα «όχι» ζητήματα όπως η προστασία των δασών ή η αναθεώρηση του άρθρου 16;
Στις μέρες μας, όπως έδειξε τον περασμένο Ιούνιο το Brexit και επιβεβαιώνει καθημερινά η συνεχιζόμενη δημοφιλία του Ντόναλντ Τραμπ, της Μαρίν Λεπέν και του Μπόρις Τζόνσον, ακόμη και οι ωριμότεροι λαοί είναι έτοιμοι να ενδώσουν στα απλοϊκά συνθήματα του λαϊκισμού. Δεν είναι λύση το να μιμηθούμε τέτοιου είδους πολιτικούς, προβάλλοντας τα «ορθά» συνθήματα αντί για τα ψεύτικα. Γιατί παίζοντας στο γήπεδό τους είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα χάσουμε τη μάχη.
Η λύση, απεναντίας, βρίσκεται στο να εντοπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα και να συμφωνήσουμε εκ των προτέρων, όχι βέβαια για τις λύσεις που πρέπει να δοθούν (αυτές κάθε άλλο παρά είναι δεδομένες), αλλά στον προσφορότερο τρόπο για να τις βρούμε: με διαβούλευση «μέχρις εσχάτων» ώστε, στο τέλος, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, να καταλήξουμε στην ορθότερη.
Με δημοψηφίσματα αυτό δεν επιτυγχάνεται.
* Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ