Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ*
Μετά το Brexit και την εκλογή Trump, η έκβαση του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών αιφνιδίασε και πάλι. Η επικράτηση του Emmanuel Macron ήταν, βέβαια, προβλέψιμη στις τελευταίες δημοσκοπήσεις· απολύτως απρόβλεπτη, ωστόσο, λίγους μήνες πριν- ώς την στιγμή που ξεκίνησε η δημοσιογραφική εκστρατεία η οποία κατεδάφισε την δημόσια εικόνα του κυριαρχούντος François Fillon.
Και τα τρία αυτά γεγονότα δύσκολα εξηγούνται με τα ερμηνευτικά εργαλεία και τις κατηγορίες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τους πολιτικούς αναλυτές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η αντιπαράθεση Δεξιάς-Αριστεράς φαίνεται πλέον ξεπερασμένη, υπόλειμμα από την βιομηχανική επανάσταση και τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής έχει αμβλυνθεί, καθώς τα μεγάλα γεωπολιτικά διακυβεύματα εισδύουν στις εκλογικές αναμετρήσεις, με τις φημολογούμενες παρεμβάσεις ξένων παραγόντων και δυνάμεων. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι εφικτές, χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις στο νέο πεδίο του κυβερνοπολέμου.
Δυνάμεις χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση έχουν αποκτήσει τα μέσα να επηρεάζουν υπογείως το εκλογικό σώμα: επέκταση των μεθόδων τoυ marketing στις εκλογικές αναμετρήσεις· ισχυρά εφόδια τα οποία εξασφαλίζουν οι υπολογιστές· συλλογή ατομικών πληροφοριών από τις ηλεκτρονικές συσκευές-εξαρτήματα της καθημερινής μας ζωής.
Υφίστανται, δηλαδή, ισχυρά μη ορατά ρεύματα, η αντιπαράθεση των οποίων εκδηλώνεται με τα εκλογικά αποτελέσματα. Αδυνατούμε να τα κατανοήσουμε, εφ’όσον αγνοούμε αυτές τις καθοριστικές αδιαφανείς διαδικασίες. Το αναπάντεχο, οι “εκπλήξεις” απορρέουν από την στρατηγική του αιφνιδιασμού, την οποία επεξεργάζονται τα διάφορα αρμόδια στρατηγεία.
Για να ερμηνεύσουμε, επομένως, τις πρόσφατες εξελίξεις και, ειδικότερα, τις γαλλικές εκλογές, χρειάζεται να πάρουμε απόσταση από την επιφάνεια της πολιτικής ζωής, η οποία ελάχιστα πλέον μπορεί να μας διαφωτίσει για τα διακυβευόμενα στο παρασκήνιο, εξ ορισμού οπτικά αδιαπέραστο. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, τα φαινόμενα απατούν. Δύο μεγάλες και διασταυρούμενες εξελίξεις μπορούν, πάντως, να συνδράμουν την κατανόηση και ερμηνεία των όσων συμβαίνουν στην Γαλλία.
Η Παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει βαθύ ρήγμα στις δυτικές κοινωνίες. Η παλαιά αντίφαση ανάμεσα στο Κεφάλαιο και την Εργασία έχει αντικατασταθεί από την απόσταση ανάμεσα σε όσους λειτουργούν αποτελεσματικά στον ενοποιημένο κόσμο της κυκλοφορίας προσώπων, ιδεών και πληροφοριών και τους “λοιπούς” άλλους οι οποίοι, καθώς δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια, περιθωριοποιούνται συνεχώς.
Ο μεν υποστηρίζουν φιλελεύθερες πολιτικές, δηλαδή το άνοιγμα των χωρών τους στον κόσμο και στην Ευρώπη· οι δε αποζητούν την προστασία από ένα απειλητικό περιβάλλον ανταγωνισμού στο κλείσιμο, υλικό και πνευματικό, των συνόρων. Η αντίθεση αυτή τείνει να ενσωματωθεί στους πολιτικούς σχηματισμούς, χωρίζοντας την κοινωνία στα δύο: ελίτ και λαός.
Η πολιτική σχηματοποίηση παραμένει αρκετά ασαφής, καθώς διατηρείται η ανάμνηση των παλαιών αντιπαραθέσεων. Έτσι, η ακροδεξιά και η ακροαριστερά αδυνατούν να συντονίσουν αποτελεσματικά τις δυνάμεις τους εναντίον της Παγκοσμιοποίησης και της Ευρώπης- τουλάχιστον προς το παρόν. Όμως, αρχίζουν να εμφανίζονται συμμαχίες, “παρά φύσιν” ως προς τα παλαιά δεδομένα, αλλά απολύτως λογικές ως προς τα νέα. Ένα τέτοιο δείγμα είναι η κυβερνητική πολιτική σύμπραξη στα καθ’ημάς.
Ένα δεύτερο δεδομένο αφορά την σταδιακή μείωση της ισχύος της Δύσης και την συνεπακόλουθη δυσκολία των δυτικών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν την υπεσχημένη ευημερία στους πληθυσμούς. Ώς πρόσφατα, τα παραδοσιακά κόμματα κατόρθωσαν να καθυστερήσουν τις πολιτικές συνέπειες διά του δανεισμού. Καθώς, όμως, η στρατηγική αυτή αγγίζει τα όριά της, οι πολιτικές επιπτώσεις καθίστανται καταλυτικές.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος για την κατάρρευση των παλαιών κομμάτων και λιγότερο η συχνά επικαλούμενη επιθυμία για ανανέωση. Όπως είναι φυσικό, ο οικονομικός ανταγωνισμός εντείνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, λιγότερο πληττόμενες από την σχετική υποβάθμιση των δυτικών οικονομιών, και τον υπόλοιπο πληθυσμό ο οποίος βυθίζεται στην ανεργία και στην εξαθλίωση.
Οι ιδεολογικοί και πολιτικοί σχηματισμοί συγκροτούν ένα “εποικοδόμημα” το οποίο παρουσιάζει πλέον καταφανή υστέρηση σε σχέση με τις οικονομικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Η διαίρεση του μετώπου της αντίστασης στην Παγκοσμιοποίηση ανάμεσα στην δεξιά και την αριστερή του πτέρυγα και ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας των σοσιαλδημοκρατικών και των κεντροδεξιών κομμάτων καθυστερούν την οργάνωση της πολιτικής ζωής σύμφωνα με την νέα κυρίαρχη αντίφαση. Αμβλύνονται, λοιπόν, οι αντιπαραθέσεις· αλλά, ταυτοχρόνως, αναβάλλεται η ρήξη η οποία, ενδεχομένως, θα οδηγούσε σε μια σύνθεση των αντιθέσεων.
Ακολουθώντας την μαρξιστική λογική, η υστέρηση του πολιτικού τοπίου αναβάλλει την επαναστατική ρήξη- για πόσο; Ποιός μπορεί να είναι ο χαρακτήρας της ριζικής αλλαγής; Το ερώτημα αυτό δημιουργεί αναγκαστικά μεγάλη αμηχανία στις αριστερές δυνάμεις, δηλαδή τους παλαιούς φορείς της επαναστατικής δυναμικής. Σήμερα η υπέρβαση της αντίφασης, δηλαδή η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, εκφράζεται από τις δυνάμεις του ανοίγματος, οι οποίες χαρακτηρίζονται ατελώς ως “νεοφιλελεύθερες”.
Αντιθέτως, οι “προοδευτικές δυνάμεις” εκφράζουν την ανάγκη για προστασία των ασθενέστερων στοιχείων της κοινωνίας, με το κλείσιμο και τον προστατευτισμό. Όμως, ο προστατευτισμός των δυτικών οικονομιών συνεπάγεται την διατήρηση των ανισοτήτων σε διεθνές επίπεδο, καθώς και σοβαρές απειλές για την ειρήνη στις περιφέρειες της Δύσης. Ο ακροδεξιοί υπέρμαχοι του κλεισίματος δεν έχουν, προφανώς, κανένα πρόβλημα με τις γεωπολιτικές συνέπειες της πολιτικής αυτής. Όμως, οι κατηγορίες του Λένιν για σοσιαλ-σωβινισμό θίγουν τις δυνάμεις οι οποίες διεκδικούν την πολιτική του κληρονομία.
Σε αυτό το θολό ιδεολογικό, πολιτικό και γεωπολιτικό τοπίο θα εκτυλιχθεί το μεγάλο πολιτικό πείραμα το οποίο προτίθεται να εγκαινιάσει ο Emmanuel Macron στην Προεδρία της Γαλλίας. Εφ’όσον κατορθώσει να διεμβολίσει Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά συγκροτώντας μια νέα ηγεμονική πολιτική παράταξη, εφ’όσον επιβεβαιωθεί η de facto σύγκλιση Le Pen και Melenchon, το πολιτικό τοπίο της Γαλλίας θα έχει προσαρμοστεί στην νέα κυρίαρχη αντίφαση. Βάση και εποικοδόμημα θα έχουν συμπέσει.
Με ποιές συνέπειες; Η ενδεχόμενη πόλωση της γαλλικής κοινωνίας γύρω από την αντίφαση άνοιγμα/κλείσιμο θα επαναφέρει τις μεγάλες συγκρούσεις, χαρακτηριστικές της εποχής κατά την οποία η διάκριση Αριστερά/Δεξιά ανταποκρινόταν στα οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα. Βέβαια, η ανάλυση αυτή παραμένει θεωρητική και σχηματική. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι o Emmanuel Macron θα θελήσει ή θα επιτύχει να εκφράσει επαρκώς ριζοσπαστικά την επαναστατική τομή.
Η γαλλική κοινωνία διαθέτει ισχυρά συντηρητικά ανακλαστικά. Οι απειλές από την τρομοκρατία, ο φόβος από τις πολιτισμικές αντιπαραθέσεις ενδέχεται να οδηγήσουν τις γαλλικές ελίτ σε παλινδρομήσεις και δισταγμούς να ανοίξει νέα μέτωπα. Από την άλλη, η γαλλική Ιστορία χαρακτηρίζεται από εναλλαγές. Περίοδοι σταθερότητας και ακινησίας διαδέχονται περιόδους επαναστατικών αλλαγών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αγγλία και η Γερμανία ενσωμάτωσαν σταδιακά τα νέα δεδομένα της Παγκοσμιοποίησης. Η Ευρώπη καλεί την Γαλλία να ακολουθήσει το γερμανικό “μεταρρυθμιστικό“ πρότυπο. Αυτή είναι, ίσως, η “αποστολή” του Emmanuel Macron. Όμως, η Γαλλία έχει συσσωρεύσει μεγάλη υστέρηση. Θα μπορέσει άραγε να ακολουθήσει πορεία ανάλογη με των Γερμανών ή θα ανανεωθεί μετά από βίαιες ανακατατάξεις, περισσότερο συνάδουσες με την πολιτική της παιδεία;
Η Γαλλία υπήρξε πάντοτε πρωτοπορία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας Ιστορίας. Ο μεγάλος πολιτικός πειραματισμός ενδέχεται να σηματοδοτήσει και πάλι μια σημαντική ιστορική καμπή για την Γαλλία, για την Ευρώπη, για τον κόσμο. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα διεξαχθεί αβρόχοις ποσί. Η Ελλάδα οφείλει να προετοιμάζεται για μεγάλες αναταράξεις
*Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη