Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η ελληνική μυθολογία μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στις φοβικές κοινωνίες και στο μίσος που προσπαθούν να μεταφέρουν σε αυτές οι δολοφόνοι του Ισλάμ…

Σε ένα εντυπωσιακό άρθρο του στο Capital.gr, υπό τον τίτλο Η Αντεπίθεση της Χαράς, ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει τα ακόλουθα:

«Την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με ορθάνοιχτες ακόμα τις πληγές του Ολοκαυτώματος, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, οι δυτικές κοινωνίες –και όχι μονάχα εκείνες– έλαβαν μία θεμελιώδη απόφαση: Προορισμός των ανθρώπων είναι η χαρά. Σκοπός της ζωής η απόλαυση. Δεν ερχόμαστε στην γη για να μαρτυρήσουμε, για να υπηρετήσουμε θεούς ή υψηλά ιδανικά, ούτε για να εξιλεωθούμε για κάποιο προπατορικό αμάρτημα. Τις μετρημένες δεκαετίες που αντιστοιχούν στον καθένα, καθένας έχει το ελεύθερο να τις περάσει κατά τα γούστα του, σεβόμενος ενδεχομένως τους αντικειμενικούς περιορισμούς και οπωσδήποτε τις επιθυμίες των άλλων.  

»Μία τόσο ρηξικέλευθη στροφή –η οποία ανέτρεπε χιλιετίες υποταγής σε «ιερές» εντολές λιτότητας, αγνότητας, ταπεινότητας– επόμενο ήταν να μην διατυπωθεί ρητά από κάποια πολιτική ηγεσία. Τί και αν στην αμερικάνικη κιόλας Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, το 1776, αναφερόταν ως πρωταρχικό και απαραβίαστο δικαίωμα του ανθρώπου η επιδίωξη της ευτυχίας; Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν πρόεδρο, πρωθυπουργό, πόσω δε μάλλον Πατριάρχη ή Πάπα να απευθύνεται στο ποίμνιο με τους στίχους του Ελύτη: «Τους ζυγούς λύσατε, τα κορίτσια φιλήσατε!» 

»Ό,τι δίστασε η πολιτική, το έπραξε και με το παραπάνω η τέχνη. Το μήνυμα της απελευθέρωσης από τους καταναγκασμούς και τις προλήψεις πέρασε μέσα από την μουσική, τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία. Και εκλαϊκεύτηκε –ώστε να φτάσει παντού– από την διαφήμιση. Όταν ο Έλβις Πρίσλεϋ, ένας φτωχός λευκός του αμερικάνικου Νότου, πήδηξε στην σκηνή και λικνίστηκε αισθησιακότατα τραγουδώντας σαν μαύρος, φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις ακαριαία κουρελιάστηκαν. Όταν ο Τζακ Κέρουακ εξέδωσε το «On The Road» (μυθιστόρημα-ποταμό για μια παρέα νεαρών που διασχίζουν με αυτοκίνητα τις ΗΠΑ εκστασιαζόμενοι διαρκώς εμπρός στο θαύμα της ύπαρξης) η μπίτνικ πεζογραφία είχε βρει την ισχυρότερη φωνή της. Όταν οι Μπητλς το είπαν καθαρά και ξάστερα ότι η ευτυχία είναι ένα καυτό όπλο, «Happiness Is A Warm Gun«, και ο Άντι Γουόρχολ ζωγράφισε στην σειρά την Τζοκόντα, τον Μάο Τσε Τουνγκ και μία κονσέρβα με φασόλια, κάθε σεμνοτυφία, κάθε σοβαροφάνεια είχε κουρελιαστεί. 

»Δεν ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος είχε μπει πλησίστιος στον αστερισμό της ευδαιμονίας. Οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις δεν είχαν ασφαλώς γεφυρωθεί. Πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις ξέσπαγαν κάθε μέρα με σφοδρότητα. Λιμοί, περιβαλλοντολογικές καταστροφές τραυμάτιζαν τον πλανήτη. Εκείνο ωστόσο που διεκδικούσαν οι κοινωνίες και υπόσχονταν οι ηγεσίες ήταν περισσότερη ελευθερία και μεγαλύτερη ευμάρεια. Όχι εκπλήρωση των πεπρωμένων της οποιασδήποτε φυλής ή θρησκείας. Όχι συντριβή και υποδούλωση αληθινών ή κατά φαντασία εχθρών. Η φρίκη του Ναζισμού παραήταν νωπή για να προπαγανδίζονται ψυχωσικά οράματα. 

»Ούτε ισχυρίζομαι ότι οι άνθρωποι αναζητούσαν την χαρά τους σε υψηλές αισθητικά ή παράτολμες έστω εμπειρίες. Η κατανάλωση, ίσα-ίσα, αποτελούσε την δημοφιλέστερη απόλαυση. Ο λαϊκός καπιταλισμός των ρούχων, των μπιχλιμπιδιών, της φιλικής προς τον χρήστη τεχνολογίας (πλυντήρια, σκουτεράκια, game boy) που, ακόμα κι όταν έχανε την αίγλη του στην Δύση, την διατηρούσε αμείωτη στις «νέες χώρες» του πρώην ανατολικού μπλοκ. 

»Η ποπ-κουλτούρα είχε προφανώς τις ευτελείς πλευρές και τις παρενέργειες της. Έθιζε μέχρις αποβλάκωσης. Στερούσε από τις αποφάσεις του καθενός το βάρος τους. Έκρυβε κάτω από το χαλί το πένθος, την μελαγχολία, την μοναξιά –συναισθήματα τα οποία, όταν δεν βιώνονται, κακοφορμίζουν. Κατέληγε στην θλιβερή εξίσωση «ζούμε για να δουλεύουμε και να ξοδεύουμε».

»Επρόκειτο ωστόσο για μία χαρισάμενη εποχή. Κανείς δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Όλοι, αντιθέτως, ονειρεύονταν να τους γοητεύσουν όλους, να γίνουν σταρ τουλάχιστον στην γειτονιά τους. Οι επαναστάσεις του μέλλοντος θα ήταν –προφήτευαν οι επαΐοντες– επιστημονικές. Θα απήλλασσαν την ανθρωπότητα από τις αρρώστιες. Θα φρέναραν την φθορά του γήρατος. Η αίσθηση της ασφάλειας είχε εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε γυρίζονταν σωρηδόν ταινίες με εισβολές εξωγήινων. Μόνον τα UFO θα μπορούσαν –νομίζαμε– να μάς απειλήσουν. Οι πόλεμοι, χάριν της αδρεναλίνης των θεατών, είχαν μεταφερθεί στα άστρα.

»Πότε άρχισε να στραβώνει το πράγμα; Με το θεοκρατικό καθεστώς του Χομεϊνί στο Ιράν το 1979; Με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991; Με τους Δίδυμους Πύργους, δέκα χρόνια αργότερα; Και με τις αντιδράσεις, εννοείται, της Δύσης σε όλα τα παραπάνω; 

»Το γεγονός είναι ότι ο κόσμος στον οποίον γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε έχει σήμερα ανεπανόρθωτα κλονιστεί. Συνθλίβεται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Σκύλλα η ISIS και οι απανταχού τζιχαντιστές, Χάρυβδη οι φονταμενταλιστές της Δύσης, που αναρριχώνται ένας-ένας στα ύπατα αξιώματα: Ο Μπόρις Τζόνσον, η Μαρίν Λεπέν, ο Ντόναλντ Τραμπ. 

»Κοινωνίες που είχαν –εκ των άνω, έστω– εκκοσμικευθεί, ξανακυλούν στον μαύρο μουσουλμανικό μεσαίωνα. Πού ακούστηκε στις όχθες του Βοσπόρου να πέφτει ο κόσμος στις ερπύστριες των τανκς κραυγάζοντας «Ο Αλλάχ είναι Μεγάλος»; Πώς γίνεται η ολοκληρωτική επιβολή του Ερντογάν, του πιο αντιδραστικού ηγέτη της Τουρκίας από εποχής Αβδούλ Χαμίτ, να χαιρετίζεται σαν νίκη της δημοκρατίας; Δημοκρατία της σαρίας, οσονούπω και της μπούργκας; 

»… Το κοσμικό κράτος οφείλει να ασκήσει δίχως τύψεις την νόμιμη βία του, υπερασπίζοντας την ανοιχτή κοινωνία. Οι εστίες του μίσους πρέπει να ξερριζωθούν όσο ακόμα κυβερνούν φιλελεύθεροι πολιτικοί. Διότι εάν τους διαδεχθεί η Άκρα Δεξιά, τότε μαζί με τα ξερά θα καούν και τα χλωρά. Κυρίως, όμως, πρέπει να ξαναβρεί η Δύση την αυτοπεποίθησή της. Να ξαναγίνει κήρυκας της χαράς. Να ανανεώσει και να εξαγάγει τις ιδρυτικές αρχές της. Την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την αυταξία του ανθρώπινου σώματος και της καθεμιάς ξεχωριστής και ανεπανάληπτης ανθρώπινης ύπαρξης. 

»Οι Έλληνες το είπαν πρώτοι από τον καιρό του Ομήρου: Δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή. ΄Η, και αν υπάρχει, είναι απείρως θλιβερότερη της δικής μας. «Θα προτιμούσα να είμαι ο τελευταίος δούλος πάνω στην γη παρά ο βασιλιάς στον Άδη…» αποκρίνεται πικρά ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα. Ποιά αποστομωτικότερη απάντηση στο «Αλλάχ Ακμπάρ»; 

»Πείτε με υπεραισιόδοξο. Πιστεύω όμως ακράδαντα πως εάν σε μια πόλη έψαλλε, από τη μια, ο πιο παθιασμένος μουεζίνης και έδιναν από την άλλη συναυλία οι Rolling Stones, όλος ο κόσμος σύντομα θα χόρευε το «Satisfaction«».

Με άλλα λόγια, ο Χρήστος Χωμενίδης καλεί την Δύση να ξαναβρεί το Διονυσιακό και το Απολλώνιο Πνεύμα. Στο αρχαιοελληνικό Πάνθεον, ο Απόλλων αντιπροσώπευε την τέχνη, τον λόγο, την γνώση, την αφθονία, την επιστήμη, τον πολιτισμό. Στους αντίποδες, ο Διόνυσος είναι ο θεός του ενθουσιασμού, των επιθυμιών, του γέλιου και της γιορτής. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο ελληνισμός υπήρξε για μία περίοδο ανάχωμα στους εξ ανατολών θεοκράτες και στην προσπάθειά τους να κτυπήσουν μεθοδευμένα την διονυσιακή-συναισθηματική πλευρά του ανθρώπου.

Κατ’ αυτή την έννοια, στο Ισλάμ οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την υποκειμενικότητά τους. Πράγμα που σημαίνει έλλειψη ελευθερίας, απουσία υποκειμενικότητας και δυσκολία προσαρμογής στις κοινωνικές αλλαγές και εξελίξεις. Ο διάλογος είναι απαγορευμένος. Ο πιστός πιστεύει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια και έτσι γι αυτόν κάθε άλλη πίστη πρέπει να απορρίπτεται ως εσφαλμένη.

Το Ισλαμικό Κράτος, στο πλαίσιο αυτό, είναι το τέλος του πολιτισμού. Είναι η άγνοια, το μίσος για την γνώση, η καταδίκη της ελευθερίας. Ο Διόνυσος και ο Απόλλων ίσως να είναι οι αντιστάσεις σε αυτή την νέα βαρβαρότητα.