ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΖΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ *

Καλοκαίρι ’89 (2 Αυγούστου). Φυλακές Κορυδαλλού. Πρωί, πολύ πρωί. Λίγο πριν την πρωινή έγερση και το άνοιγμα των κελιών, ένας κρατούμενος κρεμάστηκε στο κελί του από το σωλήνα του καλοριφέρ, με μια ζώνη και μια λουρίδα από την πετσέτα του, Ο Λάκης Σοφιανός προτίμησε να φύγει από τη ζωή με το «σπαθί του» όπως έβγαζε τα γκολ, όπως έζησε όλη του τη ζωή. Έτσι έφυγε. Κρεμάστηκε, αλλά δεν έσκυψε.
»Αν ο Λάκης Σοφιανός είχε τις ανέσεις που διαθέτουν οι σημερινοί ποδοσφαιριστές, σας βεβαιώνω, με την πείρα μου, ότι θα ήταν πέντε φορές καλύτερος από τον Μαραντόνα!» Δήλωση του Στ. Μπέλλα μετά την τραγική αυτοκτονία του Σοφιανού.
-Λάκης Σοφιανός
-Στέργιος Μπέλλας
Δύο ονόματα λίγο ή καθόλου γνωστά στο σημερινό κόσμο των φιλάθλων (των νέων φιλάθλων), δύο δόξες του ποδοσφαίρου -καθένας στο είδος του- που η μοίρα της μπάλας «έδεσε» για πολλά χρόνια. Ο Λάκης Σοφιανός (που έφυγε, λίγο πριν πατήσει τα 60) φτωχόπαιδο της Γούβας, σαλταδόρος της κατοχής, έμαθε από μικρός να παίζει μπάλα και να κλέβει, να κάνει κόλπα, να αγαπάει τους ανθρώπους, να «ζει επικίνδυνα». Ξεκίνησε την μπάλα από τον Αρίωνα Γούβας (1948-53) για να βρεθεί στις μεγάλες δόξες του από το 1953, ως το ’58 στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική ομάδα, να γίνει θρύλος και ίνδαλμα -«η αλεπού των γηπέδων». Και ξαφνικά, άφησε τον ΠΑΟ και το κλουβί της Λ. Αλεξάνδρας, για να κατηφορίσει στο …μακρινό Αίγιο! Τι γύρευε εδώ κάτω;
Ο Στέργιος Μπέλλας ξεκίνησε στα 17 χρόνια του παίζοντας μπάλα (1949) στην ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του το Βόλο – στον ολυμπιακό Βόλου. Δεν έκανε σπουδαία πράγματα. Το ’52 έρχεται στην Αθήνα, παίρνει μεταγραφή για τον Εθνικό Αστέρα Καισιαριανής, με αντάλλαγμα μισή οκά κρασί (!) και εκεί, στην Καισαριανή, γνωρίζει τη σημερινή γυναίκα του, τη Λιλή Χατζηγεωργίου. Παντρεύονται. Μέχρι σήμερα, μένουν εκεί, έχουν ένα γιο και μια κόρη.
Το 1952, ο Μπέλλας και ο Σοφιανός γνωρίζονται σε -που αλλού;- ένα γήπεδο. Ο ένας παίζει στον Εθνικό Αστέρα, ο άλλος στον Αρίωνα για το πρωτάθλημα της Β’ Αθήνας, βέβαια. Κάπου τα βρήκαν, αλλά η παρέα τους δεν κράτησε πολύ. Θα ξαναβρεθούν το ’56 σαν αντίπαλοι σ’ένα άλλο…πιο μεγάλο γήπεδο. Ο Σοφιανός παίζει στον Παναθηναϊκό και ο Μπέλλας (για ένα χρόνο) στον Ολυμπιακό Βόλου που έχει ανέβει στην α’ κατηγορία. Και μετά;
Ο Μπέλλας γυρίζει από ομάδα σε ομάδα (Απόλλων Αθηνών, ξανά Ολυμπιακός Βόλου, Ατρόμητος Πειραιώς) έως ότου καταλήγει στον Παναιγιάλειο, το καλοκαίρι του ’58. Ο Σωτήρης Παναγιωτόπουλος, ο μεγάλος άρχοντας του Αιγίου βρίσκεται στο τιμόνι του Παναιγιαλείου και έχει όραμα να ανεβάσει την ομάδα στα «σαλόνια» του Ελληνικού ποδοσφαίρου. Κάποιος τον συστήνει στον Μπέλλα και τον φέρνει σο Αίγιο! Είναι μια μεγάλη στιγμή για την καριέρα του, μια μεγάλη στιγμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο! Γιατί αυτός ο άσημος ποδοσφαιριστής θα κάνει μια «επανάσταση στο ποδόσφαιρο». Θα φέρει ανεπίσημα και μ’ όλα τα… τρωτά του, τον «επαγγελματισμό», στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά και προσπαθώντας να χτυπήσει το πανίσχυρο ΠΟΚ του κέντρου, φτιάχνοντας μια δυνατή επαρχιακή ομάδα!!!
Σαν παίχτης αρχικά (μπακ), σαν παράγοντας μετά και σαν γενικός αρχηγός, λίγο αργότερα, του Παναιγιαλείου, επέβαλε και καθιέρωσε τους μισθούς και τα πριμ στους ποδοσφαιριστές της ομάδας του (κάτι… παράλογο και για τους μεγάλους συλλόγους) και για μια δεκαπενταετία, πρωτοστατεί στις μετακινήσεις ποδοσφαιριστών, από μεγάλα σωματεία στο Αίγιο, δημιουργώντας έναν πανίσχυρο Παναιγιάλειο που ονομάστηκε «Λεγεώνα των ξένων» και οι παίχτες του «Πασάδες του Αιγίου». Ένας θρύλος, με τα καλά και τα κακά του, γεννιέται… 1958. Ο Μπέλλας «εκλέγεται» στα…αποδυτήρια και «δια βοής», παράγοντας του Παναιγιαλείου που μπαίνει στο πρωτάθλημα Ελλάδος (1958-59) μαζί με άλλες 9 ομάδες: Ολυμπιακό, ΑΕΚ, ΠΑΟ, Πανιώνιο, Εθνικό, Απόλλωνα, ΠΑΟΚ, Άρη και Δόξα Δράμας. Εκτός από τον Σοφιανό (που καλείται από τον παλιό του φίλο πρώτος-πρώτος), υπάρχουν κι άλλοι «ξένοι» όπως ο Μαργαρίτης του Φωστήρα (μεγάλο «κλαδευτήρι»), ο Νικολαΐδης του ΠΑΟ κ.α. Ο Παναιγιάλειος τερμάτισε 6ος νικώντας τον Ολυμπιακό 1-0 και φέρνοντας ισοπαλίες με Παναθηναϊκό (1-1) και ΑΕΚ (2-2). Ο Μπέλλας δίνει στον Εθνικό τον τερματοφύλακα Θεοδώρου και τους κυνηγούς Ξένο, Καλίτση και Χαλδαιάκη. 1959. Δημιουργείται, για πρώτη φορά, το πρωτάθλημα Α’ Εθνικής κατηγορίας και οι ομάδες γίνονται 18! Κοντά σε αυτές που προαναφέρθηκαν, παίζουν η Προοδευτική, ο Ηρακλής και ο Απόλλων Θεσσαλονίκης, η Α.Ε. Νίκαιας, ο Παγκορινθιακός και ο Μ. Αλέξανδρος Κατερίνης. Ο Παναιγιάλειος δεν τα πήγε καλά. Ισοβάθμισε με τον Παγκορινθιακό, έδωσε αγώνα διαβάθμισης και κέρδισε 2-1 με δύο γκολ του Σοφιανού, παραμένοντας στην Α’ Εθνική. Ο Μπέλλας (στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για το ελληνικό ποδόσφαιρο πια) κάνει μια…ιστορική συμφωνία με τους παίκτες του. -1200 δραχμές μισθός κάθε μήνα. -300 δραχμές πριμ για κάθε νίκη. -600 δραχμές για τη νίκη επί των ομάδων του ΠΟΚ. -Ούτε δραχμή για ισοπαλίες ή ήττες. Και μάλιστα, στις ήττες υπήρχε και ποινή… νηστείας! «Φάγατε γκολ; Δεν έχει φαΐ » ήταν η… αρχή της ομάδας! 1960. Η χρυσή χρονιά για τον Παναιγιάλειο. Ο Μπέλλας σπάζοντας όλα τα ρεκόρ, αγοράζει μέσα σε μια μέρα…31 ποδοσφαιριστές!!! Η ομάδα κερδίζει τον αγώνα διαβάθμισης με την Κόρινθο, μένει οριστικά στην Ά Εθνική και η «Λεγεώνα των Ξένων» γίνεται πραγματική λεγεώνα! «Εκανα μια κομπίνα» θυμάται τώρα ο Μπέλλας.
«Επειδή οι μεταγραφές τελείωναν στις 31 Ιουλίου, τα δελτία των ποδοσφαιριστών που ήρθαν στον Παναιγιάλειο, έπρεπε να έχουν σφραγιστεί εκείνη τη μέρα. Εγώ συνεννοήθηκα με το ταχυδρομείο Αιγίου, πήρα μια σφραγίδα με ημερομηνία 31 Ιουλίου και έκανα μεταγραφές μέχρι τις 16 Αυγούστου!»…
Με αυτόν τον τρόπο έφτασαν δεκάδες ποδοσφαιριστές στο Αίγιο. Σάββας Παπάζογλου, Μουστάκας Σανιόγλου, Σταμπέλος, Μαντζαρίδης (Απόλλων), Δεμίρης, Αργυρόπουλος, Νταϊσπάγγος (ΑΕΚ), Κόλλιας (Πρόοδος), Σπαθούλας (Εθνικός), Πάρις Γρηγοριάδης (Δόξα), Πασχαλίδης, Τσομπάνης (Άρης) και άλλα γνωστά ονόματα. Εκτός απ’ αυτούς είχαν φτάσει στο Αίγιο, οι Σκαφίδας, Καρακατσάνης (ΑΕΚ), Κόλλιας (Πρόοδος), Χαλκιάς (Βόλος), Ζουμπούλης (Αιγάλεω), Ζευγώλης (Νέα Ιωνία), Κομίνης (Ολυμπιακός), Βουλόγκας (Τρίκαλα), Βόμβας (ΠΑΟ), Δαράκης (Απόλλων) κ.α.
Χαρακτηριστικό, οι προπονήσεις της ομάδας γίνονταν πάντα στην… Αθήνα, αφού κατά κανόνα και οι 11 ποδοσφαιριστές έμεναν…εκτός Αιγίου. Όταν έπαιζε στην έδρα του ο Παναιγιάλειος, ξεκινηνούσε κάθε Σάββατο μεσημέρι από την Αθήνα για το Αίγιο με το πούλμαν του Μαρίνου (ενός γραφικού τύπου), από τον Κολωνό, όπου είχαν για στέκι ένα καφενείο απέναντι από του Κίκιζα, στην οδό Παλαμηδίου! Και βέβαια, επί Μπέλλα, όλοι οι προπονητές ήταν Έλληνες -οι ξένοι δεν είχαν θέση στην…»Λεγεώνα των Ξένων»! Ο Μπέλλας φτιάχνει και δεύτερη ομάδα, από ντόπιο δυναμικό, με παιδιά από το Αίγιο πολλά από τα οποία ήταν μεγάλα ταλέντα(Τσινούκας, Αρβανίτης, Μακρόπουλος, Μπούρης κ.α.) που έπαιζαν πριν από τον αγώνα της ‘α ομάδας. Πολλά γράφονται για τον Παναιγιάλειο υμνητικά ή όχι-στο «κάστρο του Αιγίου» δεν κερδίζει κανένας εύκολα κι αυτό δεν γίνεται πάντα με…ορθόδοξο τρόπο. Το Αίγιο, όμως, ζει «στο ρυθμό της μπάλας»,κάποιοι παράγοντες συγκινούνται και μπαίνουν στο παιχνίδι, και ο χορός συνεχίζεται. Το Αίγιο ζει για τον ΠΓΣ… Στους αγώνες κόβει πάνω από 5.000 εισητήρια και στους εκτός έδρας αγώνες δεκάδες πούλμαν γεμίζουν με φιλάθλους για να συμπαρασταθούν στην ομάδα.
Το 1962, ο Παναιγιάλειος παίρνει από την Α.Ε. Νίκαιας τον Γρηγόρη Αγιανάν με αντάλλαγμα 12 στολές (φανέλες, παντελόνια, κάλτσες, παπούτσια) αξίας 4.000 δρχ. στην δεύτερη ομάδα. Το 1964, τον… πουλάει στον Ολυμπιακό με αντάλλαγμα 100.000 δρχ. και έξι πολύ γνωστούς παίχτες (Ψύχο, Τσανακτσή, Κ. Παπάζογλου, Γκαβέτσο, Αθ. Λουκανίδη και Γιανούση). Την ίδια περίοδο, έκανε την πιο ακριβή μεταγραφή ο Μπέλλας. Αγοράζει το σέντερ-φορ του Παναθηναϊκού Κώστα Τουμπέλη αντί 250.000 δρχ. και παίρνει επίσης τους Κουλίδη (ΑΕΚ), Κ. Αγγελόπουλο (Παναθηναϊκό), τον…θρυλικό Αλέφαντο (Ολυμπιακό Χαλκίδας)κ.α. Το 1966, αγοράζει και… αξιοποιεί ένα από τα μεγάλα ταλέντα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τον Μιχάλη Κρητικόπουλο! Τον αγόρασε από την Α.Ε. Καισαριανής και μετά δύο χρόνια, τον μοσχοπούλησε στον Εθνικό Πειραιώς, για να καταλήξει φίρμα στον Ολυμπιακό. Στον Παναιγιάλειο, ο Μπέλλας έμεινε ως το 1967, οπότε τον κατάργησε ο Ασλανίδης. Το 1972, ο Μπέλλας «ξαναχτύπησε». Βρήκε τρόπο να επιστέψει στον Παναιγιάλειο που είχε εν τω μεταξύ υποβιβαστεί από την Ά Εθνική και προσπαθεί να τον ανεβάσει και πάλι. Έκανε και τότε τις πιο μεγάλες μεταγραφές ξαφνιάζοντας τους πάντες. Μποντίνο (Ολυμπιακού), Νίκο και Βαγγέλη Σιμιγδαλά (Απόλλωνα Αθ.), Δερμάτη (από Ολυμπιακό-Απόλλωνα), Θωμά Γερουκάλη (Πανιώνιο), που ακόμα και σήμερα στο Αίγιο κ.α…
Λίγο μετά, σταματάει να ασχολείται με την μπάλα καταπιάνεται μόνο με τις ασφάλειες, αλλά ποτέ δεν ξεχνάει την εποχή εκείνη και ορκίζεται «Αν είχα και σήμερα τέτοιους ποδοσφαιριστές…ξαναγύριζα στο ποδόσφαιρο και στον Παναιγιάλειο που τώρα παίζει στην Β’ Εθνική! Ξαναγύριζα!» Μόνο που ο Παναιγιάλειος σαν κι εκείνον δεν μπορεί να ξαναγίνει πια, όπως δεν μπορεί και ο Λάκης Σοφιανός να ξαναγυρίσει στη ζωή -αυτός ο θρύλος του θρύλου της εποχής εκείνης, ο σέντερ-φορ με τα πολλά γκολ και το πονηρό παιχνίδι. Ο Σοφιανός θα παίξει από το 1958 ως το 1960 και από το 1962 ως το ’64 αφήνοντας εποχή. (Στο ενδιάμεσο διάστημα, πήγε στον Ολυμπιακό (1961-62) όπου τον σαμποτάρισαν οι άλλες φίρμες και μετά στον Άρη για ένα χρόνο, χωρίς να πιάσει). Μετά, θα φύγει για τη Δ. Γερμανία, οικογενειακώς (με τη γυναίκα του Ουρανία και τις δύο τώρα παντρεμένες κόρες του, Βασιλική και Νεκταρία, που υπεραγαπούσε) Εκεί θα συνεχίσει την μπάλα, σαν παίχτης και σαν προπονητής. Μένει αρκετά χρόνια, μαζεύει λεφτά και γυρίζει γύρω στα ΄70 στην Ελλάδα, όταν δέχεται -μέσα στο τρένο, την ώρα που διασχίζει τη Γιουγκοσλαβία- επίθεση από ληστές που του παίρνουν τα λεφτά, αλλά δεν σταματάνε εκεί. Τον πετάνε από το τρένο, με αποτέλεσμα να χάσει το ένα του χέρι… Είναι η στιγμή που θα στραφεί στα ναρκωτικά, θα αρχίσει να μπαινοβγαίνει στις φυλακές που πιο παλιά μπαινόβγαινε, αλλά για πιο ασήμαντα αδικήματα. Έτσι κυλάει η ζωή του, ως το μοιραίο πρωινό της Τετάρτης 2 Αυγούστου. Η παλιά δόξα των γηπέδων, αβοήθητος και…απροσάρμοστος, θα επιλέξει το θάνατο.
Αυτός ήταν  ο Σοφιανός, αυτός ο Μπέλλας και αυτός ο Παναιγιάλειος -«Λεγεώνα των Ξένων», κι η εποχή τους (ας το πούμε για άλλη μια φορά, με τα καλά και τα κακά της) όλα αυτά θα ήταν ευχάριστα σαν αναμνήσεις μιας άλλης εποχής του ελληνικού ποδοσφαίρου, αν δεν συνδέονταν με ένα τραγικό γεγονός. Την αυτοκτονία ενός άλλοτε άσσου των γηπέδων, στις φυλακές Κορυδαλλού, κλεισμένου για ναρκωτικά και την άρνηση της Πολιτείας να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του, αυτά τα χρυσά πόδια που κάποτε ξεσήκωναν τις εξέδρες.

 

* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι τ. πρόεδρος της Ε.Ι.Ε.Τ. και εκτελεστικός πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (Ε.Ε.Δ.)
zourop@otenet.gr