Του ΠΕΡΙΚΛΗ Σ. ΒΑΛΛΙΆΝΟΥ*
Για το ΚΚΕ εσ. πέρα από τον ακροδεξιό αυταρχισμό οι βασικοί αντίπαλοι ήταν ο σταλινισμός και, δεν πρέπει να ξεχνιέται, η αριστερίστικη λατρεία της «αυθόρμητης» βίας. Και οι δύο συντηρούσαν την κοινωνική ψυχοπάθεια του Εμφυλίου. Καλύτερα από κάθε άλλον αριστερό ο Λ. Κύρκος κατανοούσε ότι η μονομανία αυτή έπρεπε να ξεριζωθεί, αν ήταν ποτέ να βρούμε τη θέση μας μέσα σε μια προοδευτική Ευρώπη.
Η θεώρησή του αυτή αποτυπώθηκε στους «Στόχους του Εθνους» και τρυγούσε τη θετική παρακαταθήκη από τους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης και της προδικτατορικής ΕΔΑ: τον ευγενικό πατριωτισμό και την πίστη σε μια πανανθρώπινη δικαιοσύνη. Τα ιδανικά αυτά ξεπρόβαλαν συγκινητικά μέσα από την ηρωική μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που τα λόγια του απαραχάρακτα από κάθε κομματική υφαρπαγή ακούστηκαν πάλι από τις σελίδες της Athens Review of Books.
Ο Λ. Κύρκος έδρεψε την ύβρη και την λοιδορία. Από την πλευρά του ΠαΣοΚ, του τρωγλοδυτικού σταλινισμού, και βέβαια της επιθετικής αριστερίστικης πτέρυγας μέσα στο ίδιο του το κόμμα, που επέμενε στην αρχαϊκή εικονολατρία ενός λενινισμού ανάμεικτου με περιτρίμματα μαοϊσμού και γκεβαρισμού, και πασπαλισμένου με περίτεχνες λακανικές ανοησίες.
Η αποποίηση της «κομμουνιστικής» προμετωπίδας με την ίδρυση της ΕΑΡ ήρθε πέντε χρόνια πριν από την αυτοδιάλυση του ιταλικού ΚΚ. Και ενίσχυσε μέσα στο ΚΚΕ την γκορμπατσοφική μερίδα υπό τον Χ. Φλωράκη. Κι έτσι συγκροτήθηκε ο πρώτος και γνήσιος Συνασπισμός. Ηταν μια ελπιδοφόρα καμπή, δυστυχώς βραχύβια, για την ελληνική Αριστερά, που όπως ορθότατα τόνιζε ο Χ. Φλωράκης «ξεβρώμισε το ’89».
Ο αντιευρωπαϊκός και τριτοκοσμικός παπανδρεϊσμός απεχθανόταν τον Λ. Κύρκο, γιατί εδραζόταν επίσης στον εμφυλιοπολεμικό παροξυσμό του «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Είναι ψευδές το ευλαβώς επαναλαμβανόμενο ότι η πασοκική εξουσία εξάλειψε τον πολιτικό διχασμό.
Απλώς αντέστρεψε τον ορισμό του ποιοι είναι «αληθινοί Ελληνες» και ποιοι «μιάσματα». «Η Ελλάδα στους Ελληνες» σήμαινε το κράτος (περιλαμβανομένων των τραπεζών) ως ιδιωτική περιουσία των πράσινων κλαδικών και αξιωματούχων, που μοίραζαν αντίδωρα στους αλαλάζοντες πιστούς. Οι αντιλήψεις αυτές επιβιώνουν ατόφιες, κάτω από ερυθρά πετραχήλια, σκελέες και φουρό, στο σημερινό σύστημα εξουσίας.
Στον κολοβό Συνασπισμό η «κινηματική» ηγεσία Αλαβάνου και του δοτού Τσίπρα εξουδετέρωσε τον μισητό σ’ αυτούς εξέχοντα ευρωπαϊστή διανοητή Μιχάλη Παπαγιαννάκη και οδήγησε, όπως διέγνωσε ο Λ. Κύρκος, στην «αλλοίωση» του χώρου. Η αλλοίωση συνίστατο στην καταπάτηση κάθε κανόνα δημοκρατικής συμπεριφοράς, στον αντιευρωπαϊσμό και στη σύμπλευση με τις βίαιες μειοψηφίες που λυμαίνονταν τα πανεπιστήμια και βανδάλιζαν κάθε δημόσιο χώρο.
Οι πρακτικές αυτές γιγαντώθηκαν τα χρόνια των μνημονίων σε αγαστή σύμπνοια και με τον ακροδεξιό πρωτογονισμό που ξεχύθηκε κι αυτός στις αγανακτισμένες πλατείες. Τα ΜΜΕ πριμοδότησαν ασύστολα αυτή τη «ριζοσπαστική» εξαλλοσύνη. Οι σημερινοί κυβερνώντες αναρριχήθηκαν στην εξουσία με την αποφασιστική βοήθεια των «βοθροκάναλων».
Ηταν εύκολο. Οπως σοφά το διετύπωσε ο Πρωθυπουργός στην περί δημοκρατίας διατριβή του, μέσα στην οικονομική κατάρρευση σαρώνουν ο μισαλλόδοξος φανατισμός, ο εθνικισμός και το δημαγωγικό θράσος. Το κόμμα του ήταν το κύριο όχημα για αυτό.
Το στελεχικό του δυναμικό και η εναπομένουσα εκλογική του βάση εξακολουθούν να είναι διαποτισμένα με τα «ιδεώδη» της «ηρωικής» εποχής, που λίγο έλειψε να προκαλέσει μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία της χώρας. Και, όπως μας υπενθυμίζουν καθημερινά, απλώς καιροφυλακτούν για μιαν άλλη ευκαιρία να τα πραγματώσουν. Τουτέστιν να αποτινάξουν τη «φασιστική μπότα της Ευρώπης», όπως διακήρυξε προσφάτως μια ευσυγκίνητος (κάθε 5η Ιουλίου τέλος πάντων) προσωπικότης.
Τα επαχθέστατα οικονομικά αποτελέσματα της τριετούς διακυβερνήσεώς τους είναι εξόφθαλμα. Καθώς και το μύθευμα που τα επικαλύπτει: η «καθαρή έξοδος» στ’ αγκάθια μιας ξυπόλυτης χώρας, που με αποκλειστικά δική τους υπαιτιότητα είναι υποθηκευμένη μέχρι και το τελευταίο κολυμπηθρόξυλο ως το τέλος του αιώνα.
Ομως ένας βαθύτερος κίνδυνος απορρέει από τις επιτυχίες τους, με πρώτη την παγίωση του κοινωνικού διχασμού. Με την παραγωγική ικανότητα της χώρας κατεστραμμένη (το ΠαΣοΚ το άρχισε αυτό, αυτοί το ολοκλήρωσαν με ηροστράτειο ζήλο), το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι τρόφιμοι του κράτους. Το υπόλοιπο επιβιώνει με μισθούς των 200 ευρώ (μειώνεται λένε η ανεργία…) ή από τη σύνταξη των γονιών και των παππούδων, και με την τερατώδη φορολογία να τους εξοντώνει.
Το πρώτο είναι μια συντεταγμένη εκλογική αγέλη, έτοιμο να ψηφίσει όποιο κόμμα του αντιδραστικού κρατισμού του τάξει μεγαλύτερα επιδόματα για λιγότερη δουλειά, όσο απατηλές κι αν είναι αυτές οι επαγγελίες (βλ. πρόγραμμα Θεσσαλονίκης). Το δεύτερο ένα σκόρπιο πλήθος όπου καθένας αγωνιά για την καθημερινή επιβίωση γεμάτος αηδία για την πολιτική, τους πολιτικούς – και την ίδια τη χώρα.
Η δεύτερη επιτυχία του καθεστώτος είναι το στήσιμο μιας πολυπλόκαμης προπαγανδιστικής, κατ’ ευφημισμόν δημοσιογραφικής, μηχανής, που λιβανίζει τους κρατούντες ξερνώντας χονδροειδή κρατισμό, αντιευρωπαϊσμό και εθνικισμό. Χρηματοδοτείται από, κατ’ ευφημισμόν πάλι, επιχειρηματίες που, όπως κυνικά ομολογούν, τη χρησιμοποιούν για να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη. Διακηρύσσουν επίσης ότι «όσο ζουν» δεν πρόκειται να ανέβει στην εξουσία ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός! Τέτοιος ξεδιάντροπος βιασμός της δημοκρατικής νομιμότητας εν δημοκρατία δεν έχει ξαναγίνει.
Υπό τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει προοπτική για έξοδο από τη δίνη της παρακμής. Η Ελλάδα βρίσκεται σε γενικευμένη κοινωνική αφασία και απραξία, στη μέγγενη ενός καθολικού παρασιτισμού. Ο παρασιτισμός αυτός είναι τελειωτικά κακοήθης. Δεν πρόκειται για την παρασιτική λειτουργία κάποιων μορίων πάνω σε έναν υγιή οργανισμό.
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Π. Κονδύλης ήδη από τη δεκαετία του 1990, για τον επιθετικό παρασιτισμό όλων εναντίον όλων, για έναν ημιθανή «πλαδαρό οργανισμό που τρώει τις ίδιες του τις σάρκες, ακόμα και τα περιττώματά του». Τα σημάδια αυτής της αποσύνθεσης είναι παντού. Με πρώτο το πρόσωπο της Αθήνας που από μέρα σε μέρα μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε κρανίου τόπο βρωμιάς, ασχήμιας και παραβατικότητας. Κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρόκειται να αναστρέψει αυτή τη φθορά.
Η ιστορία που τελειώνει μπροστά στα μάτια μας δεν είναι εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά, φοβάμαι, η ιστορία του ίδιου του νεοελληνικού πειράματος.
*Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.