Του Σταύρου Μαυρογένη επιστημονικού συμβούλου της Euractiv.gr
Η Μέρκελ χτες νίκησε εκλογές και κέρδισε μια ακόμη τετραετία στο τιμόνι της Γερμανίας. Λίγοι θα περίμεναν ότι η κόρη του πάστορα από την Ανατολική Γερμανία θα περνούσε στην ιστορία του γερμανικού έθνους αλλά όπως φαίνεται πολλά πράγματα στην ζωή είναι απρόβλεπτα.
Το ποσοστό του κόμματος της (CDU) απέχει από τον στόχο της για 40% αλλά να μην ξεχνάμε ότι η Μέρκελ έχει ήδη στην πλάτη της τρεις τετραετίες και είναι φυσιολογική η όποια φθορά. Επιπλέον πληρώνει το κόστος της πολιτικής της στο προσφυγικό και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης των χωρών του Νότου της Ευρώπης.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όμως η συντριβή των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι κατέγραψαν το χειρότερο ποσοστό τους μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για μια ήττα ιστορικών διαστάσεων που φέρει στο επίκεντρο την κρίση που περνάει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τα τελευταία χρόνια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλα στρώματα της εργατικής τάξης ιδιαίτερα στην Ανατολική Γερμανία βρήκαν καταφύγιο στο ακροδεξιό και αντιευρωπαϊκό κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και αυτό δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Η Γερμανία βρίσκεται σε περίοδο οικονομικής ευρωστίας με χαμηλή ανεργία (κάτω του 5%), ισχυρά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της και ακόμη αύξηση των μισθών (3%).
Το ζητούμενο για τους ψηφοφόρους δεν είναι η ενίσχυση του εισοδήματος τους αλλά η προστασία τους από την παγκοσμιοποίηση και η διαφύλαξη της εθνικής τους ταυτότητας. Δημιουργείται ένα νέο δίπολο επομένως μεταξύ των πολιτών που επιθυμούν περισσότερη εξωστρέφεια, μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και πολιτική ανοιχτών συνόρων και αυτών που αισθάνονται φόβο απέναντι σε δυνάμεις που το έθνος-κράτος δεν μπορεί να τιθασεύσει.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες προσπάθησαν να απαντήσουν σε λάθος ερωτήματα. Η αντιμετώπιση της λιτότητας δεν είναι πρόταγμα για τους Γερμανούς ψηφοφόρους καθώς η συμφωνία του Σοσιαλδημοκράτη πρώην Καγκελάριου Σρέντερ τη δεκαετία του 1990 για μακροχρόνια λιτότητα με τα εργατικά συνδικάτα (Αντζέντα 2000) αφαίρεσε κάθε δυνατότητα επίκλησης της ρητορικής αυτής.
Επίσης, η αλληλεγγύη προς το Νότο μάλλον δεν ενδιαφέρει του Γερμανούς πολίτες και αυτό φάνηκε από την «τιμωρία» της Μέρκελ για αυτό το ζήτημα μαζί με το προσφυγικό. Ο Σουλτς αν και αποτελεί ο ίδιος παράδειγμα αυτοδημιούργητου πολιτικού εργατικής καταγωγής δεν κατάφερε να συγκινήσει ανεξάρτητα από την καλή εκκίνηση που είχε όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά του.
Αν δούμε την ευρύτερη εικόνα σε πανευρωϊκό επίπεδο αυτή τηνς τιγμή οι σοσιαλδημοκράτες δεν κατέχουν την εξουσία σε καμία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. Είτε κάνουν άνοιγμα στα αριστερά (βλέπε Πιτέλα) είτε στα δεξιά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Είναι κανόνας ότι το εκλογικό σώμα πάντα προτιμά το αυθεντικό από το παραπλήσιο.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν καταφέρνει να δώσει απαντήσεις στις ανησυχίες των παραδοσιακών της ψηφοφόρων για προστασία της εργασιακής τους κατάστασης, για την παγκοσμιοποίηση, για την ρομποτοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και την ασφάλεια τους από την τρομοκρατία.
Επίσης, δεν έχει καταφέρει να εκσυγχρονίσει τον λόγο της για να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους, ιδιαίτερα εκείνους που ανήκουν στη νέα γενιά και νιώθουν ότι ασφυκτιούν στα σύνορα του έθνους κράτους, οι οποίοι επιθυμούν μια πιο δίκαιη παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των «κλειστών» κέντρων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που περιορίζουν την ελεύθερη βούληση και τις ίσες ευκαιρίες.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται ανάμεσα σε Συμπληγάδες, το μέλλον της φαντάζει αβέβαιο και οι προοπτικές της δυσοίωνες.
Πηγή : euroactiv.gr