Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Τα τελευταία γεγονότα στον χώρο της δημοσιογραφίας φέρνουν στο προσκήνιο σοβαρά προβλήματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των ανθρώπων που τα υπηρετούν. Δείχνουν δε σε ποιον βαθμό απειλείται πλέον η χώρα από σοβαρή πολιτιστική ρύπανσηκαι πνευματική εξαχρείωση…
Οι ανατροπές είναι πολύ σοβαρές και ως εκ τούτου διαμορφώνουν ένα ολότελα καινούργιο πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξης της δημοσιογραφίας. Καθοριστικός, από την άποψη αυτή, είναι ο ρόλος του Διαδικτύου, το οποίο αποτελεί πλέον κορυφαίο όχημα ταχύτατης μεταφοράς και διάδοσης ειδήσεων και απόψεων.
Συνεπώς, το ήδη παλαιό κατά 310 χρόνια δημοσιογραφικό επάγγελμα βρίσκεται στην δίνη μιας ριζικής αλλαγής, με πλείστες όσες παράπλευρες επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα. Έτσι, σοβαρές και βαθειές είναι οι ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται στον χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και επηρεάζουν καθοριστικά το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Ένα επάγγελμα που από κάθε άποψη αλλάζει και ως προς την φύση του, δεδομένου ότι μεγαλώνουν πλέον οι διαφορές μεταξύ ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και της αντίστοιχης που εφαρμόζεται στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα μαζικά μέσα επικοινωνίας έπαψαν να αποτελούν ρομαντική και ερασιτεχνική ενασχόληση για ρομαντικούς επαναστάτες, ιδεολόγους και ασυμβίβαστους και συνιστούν μία πραγματική πολιτιστική βιομηχανία, η οποία υπακούσει στους ίδιους κανόνες που ισχύουν και σε κάθε άλλο οικονομικό κλάδο μιας χώρας.
Βέβαια, τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» χαίρουν έως κάποιον βαθμό μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης, γιατί πιστεύεται ακόμη ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν ένα «κοινωνικό λειτούργημα» και άρα τα «προϊόντα» που παράγουν, δηλαδή οι ειδήσεις, τα ρεπορτάζ, κλπ., δεν είναι ακριβώς τα ίδια με τα αντίστοιχα που κυκλοφορούν στον εμπορευματικό τομέα της οικονομίας.
Το γεγονός αυτό, έστω και αν μπορεί να προκαλέσει ενστάσεις, δεν αφαιρεί από τον δημοσιογράφο την ιδιότητα του εργαζομένου, ο οποίος, πέρα από τις υποχρεώσεις του, έχει και δικαιώματα. Και τα τελευταία δεν είναι ακριβώς τα ίδια με τα αντίστοιχα άλλων εργαζομένων στο εμπόριο, στην βιομηχανία ή στις διάφορες υπηρεσίες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Ο δημοσιογράφος παράγει πριν απ’ όλα πνευματικό έργο. Σήμερα, πολύς λόγος γίνεται στην Ευρώπη, πρώτον, για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του έργου αυτού και, δεύτερον, με ποιους τρόπους προστατεύεται αυτή η ιδιοκτησία. Με άλλα λόγια, υπάρχει προβληματισμός με την σχέση που μπορεί να έχει ο δημοσιογράφος με το Ίντερνετ στο μέτρο που η πνευματική του εργασία πωλείται σε πολλά εκατομμύρια κόσμου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, και ο ίδιος ο δημοσιογράφος έχει την δυνατότητα να εκδίδει μέσω του Ίντερνετ την δική του εφημερίδα. Είναι λοιπόν σαφές ότι, στην εποχή των πολυμέσων (multimedia), προκύπτουν νέες εργασιακές σχέσεις στον δημοσιογραφικό χώρο.
Ένα άλλο φαινόμενο που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους δημοσιογράφους των εφημερίδων και των περιοδικών είναι αυτό της φθίνουσας πορείας των αναγνωστών. Όλες οι μέχρι σήμερα διαθέσιμες ευρωπαϊκές έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι 40% των κατοίκων της Ευρώπης δεν αγοράζουν ποτέ εφημερίδα, γιατί δεν έχουν χρόνο να την διαβάσουν. Επίσης, ένα 20% δεν αγοράζει ποτέ περιοδικό πέρα από αυτά που αναφέρονται στα τηλεοπτικά προγράμματα.
Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα και αποδεικνύουν την μεγάλη κρίση που μονιμοποιείται και που είναι σαρωτική.
Ποια είναι λοιπόν η συμμετοχή των δημοσιογράφων σε λήψεις αποφάσεων που αφορούν την επαγγελματική τους υπόσταση και επιβίωση; Ποιος τους ενημερώνει για τα τεκταινόμενα στο πλανητικό χωριό που ζούμε;
Ποια είναι η συμμετοχή τους στα ευρωπαϊκά προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο; Ποιες είναι οι επιμορφωτικές πρωτοβουλίες των επαγγελματικών τους οργανώσεων; Αυτά και πολλά άλλα ακόμα είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν κάθε δημοσιογράφο, πέρα από τα –επίσης τεράστια– θέματα δεοντολογίας και τρόπου άσκησης του επαγγέλματος που δημιουργούνται μέσα στο νέο επικοινωνιακό και δημοσιογραφικό περιβάλλον.
Θέματα, εξάλλου, που πρόσφατα ανέκυψαν και στην Ελλάδα και τα οποία έως έναν βαθμό θα πρέπει να είναι αντικείμενο ενός ευρύτερου κοινωνικού προβληματισμού.
Η ορμητική είσοδος στον χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας μεγάλων και οργανωμένων επιχειρηματικών και όχι μόνον συμφερόντων, δημιουργεί νέες συνθήκες άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, το οποίο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις γίνεται όχημα προώθησης ιδεών και αντιλήψεων που δεν είναι πάντα συμβατές με την θεωρητική αποστολή της δημοσιογραφίας.
Πληθαίνουν έτσι τα κρούσματα κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας και παραπληροφόρησης, με αποτέλεσμα να πλήττονται δημοκρατικοί θεσμοί αλλά και να εξαπατάται συνειδητά ο πολίτης.
Μπροστά λοιπόν σε αυτά τα νέα φαινόμενα, που διαμορφώνουν και το επικοινωνιακό περιβάλλον της τρίτης χιλιετίας, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να θέσουν πολλά ερωτήματα στους εαυτούς τους και μέσα από τις απαντήσεις τους να επανεξετάσουν ποιος μπορεί να είναι ο μελλοντικός κοινωνικός τους ρόλος.
Έσχατο, και αποκρουστικό ταυτόχρονα, φαινόμενο όλων αυτών των εξελίξεων είναι και η τηλεόραση-βόθρος, όπου δήθεν δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε εισαγγελείς, ανακριτές, ντετέκτιβ και ψευτο-ηθικολόγους, με σαφείς προθέσεις αξιοποίησης εν ευθέτω χρόνω μιας κατάστασης που οι ίδιοι δημιούργησαν. Στο πλαίσιο αυτό, έχει δημιουργηθεί στον ηλεκτρονικό-τηλεοπτικό χώρο ένας πραγματικός οχετός, ο οποίος κυριολεκτικά αποβλακώνει και μολύνει την ελληνική κοινωνία, που εγκλιματίζεται, με την σειρά της, σε αυτή την νέα μορφή πολιτικής ρύπανσης.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι αυτή η καταστροφική ρύπανση είναι δίχως επιστροφή. Είμαστε δε όλοι συνυπεύθυνοι για τις μεγάλες ζημιές που ήδη προκαλεί και που θα προκαλέσει με ακόμα εντονότερους ρυθμούς τα χρόνια που έρχονται. Διότι, όσο θα βαθαίνει η οικονομική κρίση σε μία ακινητοποιημένη πνευματικά κοινωνία, τόσο οι εχθροί της δημοκρατίας και της ελευθερίας θα αποθρασύνονται. Τόσο περισσότερο η κοινωνία θα εθίζεται στην ψευδολογία και την πνευματική της υποβάθμιση.
Καιρός είναι λοιπόν κάποιοι άνθρωποι του χώρου μας να αντιδράσουν. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι.