Θέ-λου-με-την-τρό-ι-κα!..
Τι χαρακτηρίζει ετούτη την επάνοδο από τη θερινή μας ραστώνη; Η έκδηλη αμηχανία πασών των πολιτικών δυνάμεων. Η στωϊκή απαισιοδοξία της κοινής γνώμης. Οι πολιτικοί δεν έχουν τι να πουν. Οι πολίτες δεν ξέρουν τι να σκεφτούν. Κατά βάθος, όλοι περιμένουν τις γερμανικές εκλογές ώστε η προαλειφόμενη νέα κυβέρνηση Μέρκελ να δείξει τις πραγματικές προθέσεις της σε σχέση με την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, έχουμε παραιτηθεί σιωπηλώς από τη διαχείριση της τύχης μας. Γιατί; Διότι το πρόβλημα δεν είναι η βιωσιμότητα ή μη του χρέους. Η φριχτή αμφιβολία που μας ταλανίζει –ασυνείδητη για τους πολλούς, ανομολόγητη από τους λίγους—αφορά τη βιωσιμότητα του ίδιου του τόπου.
Η όλη συζήτηση για την ανάγκη παροχής πρόσθετης βοήθειας στην Ελλάδα από τη Γερμανοευρώπη, είτε αναφέρεται σε 7 είτε σε 77 δις, το ίδιο πράγμα υποδηλώνει: ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης έχει πέσει έξω, η οικονομία δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το τέλμα, η πολιτική του successstory έχει γίνει το πιο σύντομο ανέκδοτο. Ακολουθούμε ένα δρόμο που μοιάζει να μην οδηγεί πουθενά. Πλην όμως, ποιος είναι σε θέση να μας δείξει μια παρακαμπτήριο που να βγάζει κάπου;
Η ονομαστική Μεγάλη Ιδέα της κυβέρνησης είναι η επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος που όλοι ξέρουν εκ των προτέρων ότι θα είναι πλασματικό. Στην πράξη, ο Αντ. Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται ασθμαίνοντας με τις επιταγές του Βερολίνου, γιατί από εκεί περνά η παροχή οικονομικού οξυγόνου που του επιτρέπει να επιβιώνει πολιτικά. Μεταμορφώνεται βαθμιαία σε… Σόιμπλε, κρυπτόμενος ολοένα και περισσότερο πίσω από τον Γ. Στουρνάρα. Αλλά, ας είμαστε ρεαλιστές: μόνο διασωληνωμένος με τον γερμανικό παράγοντα μπορεί να παραμείνει πρωθυπουργός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, προαναγγέλλει ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής για τον Σεπτέμβριο, ελλείψει μιας πραγματικής αντιπρότασης εξουσίας. Είναι στρατηγικό λάθος. Στη χειρότερη περίπτωση, οι λαϊκές κινητοποιήσεις που οραματίζονται οι επιτελείς της Κουμουνδούρου θα εκτυλιχθούν ως έργο ενώπιον κενών καθισμάτων. Στην καλύτερη, θα δώσουν άλλοθι αποτυχίας στην κυβέρνηση μεταθέτοντας την ευθύνη για τον οικονομικο-κοινωνικό εκτροχιασμό στην εξαλλοσύνη της αντιπολίτευσης. Είναι άραγε μια ανώριμη εκτίμηση της συγκυρίας από τον Αλ. Τσίπρα; Ή μια αναγκαστική παραχώρηση στην επαναστατική βουλιμία του Παν. Λαφαζάνη; Στην πολιτική όμως ενδιαφέρει το αποτέλεσμα και όχι η αυτοψία…
Αλλά και τα καθ’ημάς κόμματα δεν είναι παρά εκφάνσεις του καθολικού ελλείμματος σοβαρότητας που κάνει αυτή τη χώρα να μοιάζει καταδικασμένη—καταδικασμένη να μην μπορεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς στον σκληρό ανταγωνισμό του σύγχρονου κόσμου. Κυνηγάμε την ουρά μας παριστάνοντας ότι το παλεύουμε να βγούμε από την κρίση, αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια στα τηλεπαράθυρα, τέσσερα χρόνια τώρα. Τουλάχιστον ας μην αργήσει να μας ξανάρθει η τρόικα, για να βρούμε μια συγκυριακή έστω διέξοδο στην επανάληψη ενός έργου που γνωρίζουμε πια τόσο καλά…
Αλέξανδρος Βέλιος