Δεν είναι λίγοι αυτοί που προτείνουν το σημερινό φαύλο πολιτικό σύστημα να οδηγηθεί συνειδητά στην κατάρρευσή του, ώστε μέσα από αυτή να προκύψει το καινούργιο. Είναι, όμως, έτσι;
Ξεκινάμε με μία πρόσκληση-πρόκληση. Προσκαλούμε και προκαλούμε όλο τον εσμό των δεκαρολόγων της οικονομίας και των λοιπών απατεώνων του ελληνικού φαυλοκρατικού συστήματος να μάς αντικρούσει με αριθμούς, γεγονότα και επιχειρήματα.
Η Ελλάδα έχει σήμερα ένα δημόσιο χρέος 320 δις ευρώ, στο οποίο πρέπει να προσθέσουμε 270 δις ευρώ ιδιωτικό χρέος, 40 δις ευρώ κρατικές εγγυήσεις και περί τα 200 δις ευρώ χρέη των ασφαλιστικών ταμείων. Έχουμε έτσι ένα άθροισμα 830 δις ευρώ χρεών, που είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο. Εξάλλου, λόγω του ύψους του, το χρέος αυτό ποτέ δεν πρόκειται να εξοφληθεί –εκτός και αν η Ελλάδα τα προσεχή 100 χρόνια αναπτύσσεται με ρυθμούς 8% ετησίως κα με συνεχή δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Όμως, και αν διαγραφεί ολόκληρο το χρέος αυτό, πάλι τίποτα δεν πρόκειται να προκύψει αν δεν μεταρρυθμιστούν οι στρεβλές, γραφειοκρατικές και διεφθαρμένες δομές της οικονομίας και της κοινωνίας..
Ωστόσο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το υπέρογκο συνολικό χρέος αντισταθμίζεται εν μέρει από την ιδιωτική αποταμίευση εκτός Ελλάδος, που υπολογίζεται στα 160 δις ευρώ, και την εντός Ελλάδος, που βρίσκεται στα 170 δις ευρώ. Επίσης, κατά την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, η καταπάτηση γης εκτιμάται στα 160 δις ευρώ και η συνολική ακίνητη περιουσία, δημόσια και ιδιωτική, στα 300 δις ευρώ περίπου. Άρα, με λογιστικούς όρους, το άνοιγμα της χώρας βρίσκεται κάπου στα 50 δις ευρώ –ενδέχεται, όμως, να αυξηθεί λόγω της σταδιακής καταρρεύσεως της κτηματαγοράς.
Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνθεση του παραπάνω ανοίγματος των 50 δις ευρώ. Από τα διαθέσιμα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών και τα αντίστοιχα της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι σωρευτικά το έλλειμμα αυτό είναι το αποτέλεσμα του ανοίγματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας, το οποίο την δεκαετία 1999-2009 έφθασε τα 280 δις ευρώ, εκτινάσσοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας στα 170 δις ευρώ. Ήτοι, στο ήμισυ του συνολικού κρατικού χρέους. Γιατί, όμως, συνέβη αυτό;
Το 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την διαχείριση της υπό τον Κων. Καραμανλή κρατικοποιηθείσης οικονομίας προς κατευνασμό του ΚΚΕ και των άλλων «προοδευτικών» δυνάμεων, η ελληνική βιομηχανία αντιπροσώπευε το 23% της συνολικής παραγωγής ακαθάριστου προϊόντος και ως ποσοστό συμμετοχής στον εθνικό πλούτο βρισκόταν αρκετά κοντά στον τότε κοινοτικό μέσον όρο, που ήταν 27% περίπου. Την ίδια χρονιά, η Ελλάδα είχε πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ), παρά το εμπορικό της έλλειμμα.
Από το 1982, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, πέρα από την κρατικοποίηση της οικονομίας προχωρά και στην κομματικοποίησή της, για να βολευτούν οι αποκαλούμενοι «μη προνομιούχοι», δηλαδή τα κομματικά στελέχη και οι ορδές των «εθνικά υπερήφανων» πρασινοφρουρών. Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλες βιομηχανίες «κοινωνικοποιούνται», δηλαδή διαλύονται, άλλες κυριολεκτικά λεηλατούνται (Λαδόπουλος, κ.α.) και ορισμένες «εισέρχονται» στον αλήστου μνήμης Οργανισμό Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Την δεκαετία 1981-1991, η βιομηχανική παραγωγή πέφτει 40%, ταυτοχρόνως όμως τα εμπορικά ελλείμματα ανεβαίνουν, με αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο του 1990, επί κυβερνήσεως Ζολώτα, η Ελλάδα να βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η κατάσταση σώζεται την τελευταία στιγμή με δάνειο 300 δις δραχμών, το οποίο απορροφάται από αμοιβές και δώρα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι τελευταίοι, από 320.000 που ήσαν το 1981, είχαν φθάσει τις 576.000, με μέσες αμοιβές υπερτριπλάσιες του ιδιωτικού τομέα και μηδενική παραγωγικότητα.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τα χρόνια που ακολούθησαν, στην διάρκεια των οποίων το φαυλοκρατικό κράτος απέκτησε απίθανα μαφιόζικου τύπου κοινωνικά και οικονομικά ερείσματα (ποδόσφαιρο, ΜΜΕ, κλπ.), η ελληνική βιομηχανία έφθασε στο 13%, την στιγμή που στην Ευρώπη των 27 ανερχόταν στο 30%. Δημιουργήθηκε έτσι στην Ελλάδα ένα σημαντικό παραγωγικό κενό, το οποίο οι διαδοχικές κυβερνήσεις κάλυπταν με δανεισμό και με κοινοτικές επιδοτήσεις. Όμως, τις τελευταίες το φαυλοκρατικό κράτος αδυνατούσε να απορροφήσει σε ποσοστό ικανοποιητικό, με αποτέλεσμα να πάνε χαμένα τεράστια παραγωγικά κονδύλια.
Την ίδια περίοδο ακυρώθηκαν πάνω από 600 παραγωγικές επενδύσεις στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, των αρχαίων και των οικοπεδοφάγων, που δεν ήθελαν επίσημες τουριστικές επενδύσεις. Στην δεκαετία 1991-2001, 200.000 παράνομοι ιδιοκτήτες αυθαιρέτων που τα είχαν μετατρέψει σε τουριστικά καταλύματα ενθυλάκωσαν περί τα 160 εκατ. ευρώ, χωρίς να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ στην εφορία. Επίσης, 116 πράσινοι και γαλάζιοι συνεταιρισμοί φέσωσαν την Αγροτική Τράπεζα με πάνω από 200 εκατ. ευρώ και τώρα την απειλούν οι λωποδύτες με …καταλήψεις.
Εκβιαστικά, από το 1992 έως και το 2007, το ΚΚΕ και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ διόρισαν στο Δημόσιο περί τα 100.000 άτομα, που την ίδια περίοδο προκάλεσαν 6.650 απεργίες συνολικού κόστους 52 δις ευρώ! Δέκα κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες τα 20 τελευταία χρόνια άντλησαν από τα δημόσια ταμεία 160 δις ευρώ διατηρώντας στις επιχειρήσεις τους 16.000 πρασινοφρουρούς, γαλαζοφρουρούς και λοιπούς «προοδευτικούς» εγκάθετους.
Και αντί, αυτή την αποπνικτική κατάσταση να την ανατρέψει η Νέα Δημοκρατία όταν ανέβηκε το 2004 στην εξουσία με σύνθημα την «επανίδρυση του κράτους», την μόνη «μεταρρύθμιση» που έφερε επιτυχώς εις πέρας ήταν να «φουσκώσει» το παμφάγο Δημόσιο με άλλα 700.000 άτομα, από τα οποία τα 100.000 και πλέον ήταν και «δικά της παιδιά». Έτσι, η πτώχευση από το 2007 και μετά κατέστη αναπόφευκτη και την ολοκλήρωσε ο αντικαταστάτης του κ .Κ. Καραμανλή, ο κ. Γ.Α. Παπανδρέου.
Χρεοκοπεί η Ελλάδα; Μακάρι, είναι η δική μας απάντηση. Μαζί με το ναυάγιο θα πάνε στον βυθό και τα απόβλητα. Αυτή είναι, ίσως, η μοναδική ελπίδα για τους νέους μας… Τί μέλλει γενέσθαι, λοιπόν, είναι το ερώτημα που πλανάται. Και κάποιοι, που είναι αποφασισμένοι να παίζουν με την φωτιά, αναρωτιούνται μήπως ήλθε η ώρα το φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα να οδηγηθεί στην οριστική του συντριβή, για να ξεπηδήσει μέσα από τα ερείπιά του το καινούργιο.
Το δικό μας ερώτημα, όμως, είναι: Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο σ’ έναν λαό που συνεχώς αποδεικνύει ότι δεν διδάσκεται απολύτως τίποτε από την ίδια του την Ιστορία;
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος